ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ Π. ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ

 

 

 

ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΑΙΟΙ

 

ΚΛΕΦΤΕΣ – ΑΡΜΑΤΩΛΟΙ -- ΑΓΩΝΙΣΤΑΙ

 

 

 

 

 

ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ

ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΝ Α. Σ. ΡΑΦΤΑΝΗ

1924

 

ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΕΡΑΝ ΜΝΗΜΗΝ

ΤΩΝ ΥΠΕΡ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΑΓΩΝΙΣΑΜΕΝΩΝ

ΕΝΔΟΞΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΜΟΥ

ΕΥΛΑΒΩΣ ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΦΙΕΡΟΥΤΑΙ

 

Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ

 

Η οικογένεια των Κοντογιανναίων είνε αρχαία υφισταμένη από του 17ου αιώνος και αριθμούσα πλείστα μέλη, άτινα έδρασαν το πρώτον μεν ως Κλέφτες, είτα δε ως Αρματωλοί και κατά τον ιερόν ημών αγώνα ως Αγωνισταί. Το αρματωλήκι αυτών, ήτοι η υπό την δικαιοδοσίαν των περιοχή, εξετείνετο εν αρχή επί των επαρχιών Βάλτου και Φθιώτιδος, της τελευταίας εχούσης τότε πρωτεύουσαν την Υπάτην (Γουκιστί Πατρατζίκι), επιλεγομένην δε και Νέαι Πάτραι, λόγω αποικισμού εκ Πατρών. Κατά το τέλος όμως του 18ου αιώνος το αρματωλήκι των Κοντογιανναίων επεξετάθη και επί των επαρχιών Αταλάντης, Λοκρίδος και Δωρίδος, οι δε κατά την Επανάστασιν δράσαντες εξέτειναν την σφαίραν των πολεμικών ενεργειών των και εις τας γειτονικάς επαρχίας της Αιτωλίας και Ακαρνανίας.

               Η οικογένεια των Κοντογιανναίων άλλοτε μεν εν ειρήνη διατελούσα προς τους Τούρκους και άλλοτε εν πολέμω παρέμεινε πάντοτε εις εν είδος ανεξαρτησίας, το δε αρματωλήκι μετεδίδετο από του πατρός εις τον υιόν. Αρματωλοί ήσαν, ως γνωστόν, οι υπό της Τουρκίας ανεγνωρισμένοι προστάται των Χριστιανών, οι χαρακτηριζόμενοι επισήμως δια της λέξεως Καπετανέοι, εν ω Κλέφτες ήσαν οι μη υπό της Τουρκίας ανεγνωρισμένοι, φύλακες ορεινών συνήθως μερών, οι τον Τουρκικόν ζυγόν αποτινάξαντες. Αρματωλοί εγένοντο ως επί το πολύ οι ανήκοντες εις επίσημον στρατιωτικήν οικογένειαν του τόπου έχουσαν κληρονομικά τινα δικαιώματα και αίγλην ονόματος. Κλέφτες δε εχαρακτηρίζοντο εκείνοι, ων ο βίος επαρουσίαζε συνεχή κατά της τυραννίας αντίδρασιν. Το επόμενον άσμα ενός γέρω Κλέφτη περιγράφει την ακαταπόνητον ζωήν των Κλεφτών.

 

Σαράντα χρόνια έκαμα στους κλέφτες καπετάνιος

Ζεστό ψωμί δεν έφαγα, γλυκό κρασί δεν ήπια

Τον ύπνο δεν εχόρτασα, του ύπνου την γλυκάδα

Σε στρώμα δεν επλάγιασα μηδέ σε προσκεφάλι

Το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα

Και για καλή στην αγκαλιά…… το έρμο καργιοφύλι.

 

               Από τους Κλέφτες τούτους και τους Αρματωλούς εγένοντο οι πρώτοι ελευθερωταί του Γένους, όσοι περιεσώθησαν εκ της καταστροφής, ην συστηματικώς διενήργησαν οι Τούρκοι μετά τας μεγάλας εθνικάς εξεγέρσεις τω 1730 εν Αιτωλία και Ακαρνανία και τω 1750 εν Δωρίδι. Τω 1805 η καταδίωξις των Αρματωλών ήτο ισχυροτέρα, απηγορεύθη δε υπό του Σουλτάνου ο διορισμός Αρματωλών ένεκα της αυξούσης αυτών δυνάμεως. Εάν εξηκολούθει η συμβιβαστική των Ελλήνων μετά των Τούρκων ζωή, η υπό πολλών εκ των πολιτικών προεστώτων της εποχής εκείνης συμβουλευομένη και εξυμνουμένη, οι κατακτηταί, λέγει ορθώς ο «Περί Αρματωλών και Κλεφτών» γράψας κ. Δημ. Καμπούρογλου, θα μας διωχέτευον τον Ανατολισμόν των ολόκληρον, οι Τούρκοι αυθένται θα έμενον πάντοτε τοιούτοι και ημείς από δούλων θα εγενόμεθα εθελόδουλοι.

               Λεπτομερής πραγματεία περί της αποστολής των κλεφτών και αρματωλών θα απήτει όρια εκτάσεως πολύ ανώτερα του παρόντος. Αλλως τε συστηματική εξιστόρησις της ακάμπτου αντιστάσεως των αρματωλών και κλεπτών κατά της παγιώσεως της Τουρκικής τυραννίας δεν υπάρχει. Χάριν όμως των μη ενασχοληθέντων εις το ζήτημα τούτο αναγράφω ενταύθα βραχείας τινάς σημειώσεις του βίου των εθίμων και των ιδεών αυτών.

               Οι κατά του Τουρκικού ζυγού διαμαρτυρόμενοι και την αποτίναξιν, αυτού επιδιώκοντες κλέφτες εχαρακτηρίζοντο ως τοιούτοι υπό του Τούρκων, διότι αντετάσσοντο κατά των νομίμων τότε εξουσιών. Παρά τοις Ελλησι το «κλέφτες» ήτο καύχημα, η ευχή δε των πατέρων ήτο «να γίνη το παιδί τους κλέφτης». Όπως δε οι Τούρκοι διήρπαζον τας πόλεις των Ελλήνων εδήμευον τα πλούτη των και αφήρουν, ότι είχον ιερώτερον και πολυτιμότερον, ούτω και οι κλέφτες εκδικούμενοι διήρπαζον τα υπάρχοντα των Τούρκων.

               Οι κλέφτες, ως λέγει ο Παπαρηγόπουλος, εμάχοντο κατά των Τούρκων ελαυνόμενοι υπό σφοδροτάτου αυτοματισμού και ατομικής ελευθερίας και της Χριστιανικής Πίστεως. Πάντες όμως είχον βαθυτάτην την συνείδησιν του εθνισμού.

               Οι κλέφτες και οι αρματωλοί είχον οργανισμόν αξιόλογον. Η κυρία των ασχολία ήτο η σκοποβολή, η ξιφασκία, αι γυμναστικαί ασκήσεις. Είνε γνωστόν, ότι ο κλέφτης επέρνα το βόλι από την οπήν δακτυλυδίου. Εσέβοντο την τιμήν την ζωήν και την περιουσίαν των ομοεθνών των. Η πίστις προς τον Θεόν και την βοήθειάν του προς το σώμα των κλεφτών και την Πατρίδα ήτο βαθυτάτη. Εκ πατροπαραδότου ηθικού νόμου εσέβοντο τας γυναίκας. Ο βιάζων γυναίκα απεπέμπετο του Σώματος, κάποτε μάλιστα εφονεύθη κλέφτης προσβαλών την τιμήν Τούρκισας. Η καρτερία των κλεφτών και αρματωλών εις την πείναν την δίψαν και τους κόπους ήτο αξιοθαύμαστος, η δε ανοχή των εις τας οδύνας των μαρτυρίων απερίγραπτος. Αλλων οι Τύρκοι συνέτριβον τα γόνατα, άλλων απέκοπτον ολίγον κατ΄ ολίγον τα μέλη, άλλους ανεσκολόπιζον και άλλους έψηνον ζωντανούς. Οι κλέφτες όμως και οι αρματωλοί, δεν εξέβαλλον κραυγάς, δεν εδάκρυον, αλλ’ εμυκτήριζον τοος βασανιστάς πολλοί δε και ετραγώδουν θνήσκοντες, ουδείς δε ποτέ αλλαξοπίστησεν, ίνα σώση το σαρκίον του.

               Μετά τοιούτων αρετών οι αρματωλοί και κλέφτες εγένησαν την γενναιάν του 1821 και τον στρατόν, όν παρέταξε η Ελλάς κατά των Τούρκων, όστις εκλόνισε την τρομεράν τότε Οθωμανικήν Αυτοκρατορίαν.

               Οι αρματωλοί, οι εκ των κλεφτών προερχόμενοι ήσαν, ως προείπον οι υπό των Τούρκων ανεγνωρισμένοι φύλακες και υπερασπισταί των Ελλήνων κατά των αυθαιρεσιών των αγάδων, χωρίς όμως να λαμβάνωσι και αμέσους διαταγάς παρά τοου Βοεβόδα ή του Τούρκου Βαλή. Τα καθήκοντά των καθώριζε το άγραφον δίκαιον, η άγραφος συνθήκη μεταξύ του δυνάστου και του ανυποτάκτου δούλου. Είχον όμως εξησφαλισμένην την ζωάρκειαν και τινες εξ αυτών εμισθοτούντο υπό των Τούρκων, οίαν ούτοι ευρίσκοντο εις την ανάγκην να τους αναγνωρίσωσι. Οι αρματωλοί εν τη περιπτώσει ταύτη είχον παράστασιν επιβάλλουσαν. Ετρεφον ωραίους ίππους πολυτελώς επεστρωμένους, ενεδύοντο μεγαλοπρεπώς, έφερον θώρακας (τσαμπράζια) κατά τας εορτάς και πανηγύρεις, τα δε αργυρά και χρυσά της πανοπλίας των ενεποίουν θάμβος. Ησαν εν γένει ευπροσωπότατοι και επεδίωκον τούτο, ίνα επιβάλλωνται εις την συνείδησιν του απλού λαού.

               Εις τους Κλέφτες συνεπώς και Αρματωλούς κατά ξηράν και εις τους Κουρσάρους κατά θάλασσαν οφείλεται κατά μέγα μέρος η επιτυχία του ημετέρου ιερού αγώνος. Οι Κοντογιανναίοι ων παρέχομεν την βιογραφίαν, ανήκουσιν εις την κατηγορίαν ταύτην. Εν αρχή του 18ου αιώνος πολεμούσιν επιτυχώς κατά των Τούρκων Μετζοϊσίων ή Μετζοχουσαίων, ήτοι κατά των προγόνων του γνωστού αιμοχαρούς Σατράπου της Ελλάδος και ιδία της Ηπείρου, του επί 50 όλα έτη (1770 – 1821) τυράννου του Ελληνισμού, Αλή Πασά, Χούσου και Μετσίου. Είτα κατά την αρχήν του 19ου αιώνος συναντώμεν τους Κοντογιανναίους εν Λευκάδι συσκεπτομένους μετά του Καποδιστρίου και των διασήμων αρματωλών της εποχής εκείνης, του Μπουκουβάλα, του Σκυλοδήμου, του Δράκου, Γρίβα, Κατσαντώνη κ.λ. περί εξεγέρσεως του Εθνους, και είτα εξορμώντας εις Ηπειρον και Ακαρνανίαν και εις συνεχείς μάχας φθείροντας τους στρατούς του Αλή-Πασά. Επί της εποχής δε του ιερού ημών υπέρ ελευθερίας αγώνος πάντες οι περισωθέντες εκ της οικογενείας Κοντογιάννη μάχονται ηρωϊκώς από του Καρπενησίου μέχρι του Μεσολογγίου και από τούτου μέχρι της Αττικής και των Αθηνών.

               Εκ των αρχηγών της οικογενείας αναφέρονται ο Γιάννης Κοντογιάννης και ο Νικόλαος, ακμάσαντες αμφότεροι ως Κλέφτες κατά τον 18ον αιώνα. Υιοί του Γιάννη ήσαν ο Κωνσταντίνος και ο Μήτσος, κλέφτες και αρματωλοί. Τούτων πάλιν επιφανέστεροι ήσαν οι κατά τον 19ον αιώνα διακριθέντες ως αγωνισταί υιοί του μεν Κωνσταντίνου ο πάππος μου Σπύρος και ο Νικολάκης, του δε Μήτσου ο Νικολός και ο Βαγγέλης.

               Της βιογραφίας των Κοντογιανναίων τούτων παρέχω μικράν βιογραφίαν αντλήσας αυτήν εκ τε των ιστορικών κειμένων, των οικογενειακών παραδόσεων και των χειρογράφων του αρχείου της Εθνικής ημών Βιβλιοθήκης.

------------------

 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗΣ

               Ο Γιάννης ανεδείχθη πρώτος της οικογενείας δράσας ενδόξως κατά την αρχήν του 18ου αιώνος και είνε ο διασημότερος των Κοντογιανναίων. Κατήγετο εκ του χωρίου Χαλκιοπούλων της επαρχίας Βάλτου. Ενεκα δε του βραχέος του αναστήματος, η επωνομασία του Κοντογιάννη, παρέμεινεν έκτοτε ως επώνυμον των απογόνων του. Η σταδιοδρομία του γίνεται γνωστή, αφ΄ ής υπηρέτει υπό τον γνωστόν τότε Γιάννην Μπουκουβάλαν ως αρματωλός των Αγράφων. Ανεδείχθη όμως εν έτει 1715 κατά την περίφημον μάχην του Κερασόβου των Αγράφων εναντίον του Μούρτου Χούσου (Μετσοϊσίου), πάπου του Αλή-πασά των Ιωαννίνων. Ο Μούρτος, επί κεφαλής μεγάλης Τουρκικής δυνάμεως είχεν αποσταλή υπό του Κούρτ-Πασά του Μπερατίου, όπως καταστρέψη τον πολύν τότε Μπουκουβάλαν, ως λέγει το κάτωθι δημώδες άσμα.

 

Τι ναν’ ο αχός που ακούεται κι η ταραχή η μεγάλη

Μήνα βουβάλια σφάζονται; μήνα θεριά μαλλόνουν;

Ούτε βουβάλια σφάζονται κι ούτε θεριά μαλλόνουν

Ο Μπουκουβάλας πολεμάει με τους Μετσοϊσιαίους

Στη μέση στο Κεράσοβο και στην καινούργια χώρα

Εχοντας για βοήθεια του τα τέσσερα πρωτάτα

Το Γεροδήμο, το Σταθά, το Γιάννη Κοντογιάννη

Τον Καρακίτσο μ’ όλους του και τον Κολιό Στουρνάρη

 

               Ο Μπουκουβάλας κατενίκησε τότε τους επιχειρήσαντες να δηλώσωσι το Αμαρτωλήκι του προμνησθέντας ληστάρχους Αλβανούς Μετσοϊσιαίους και κατεδίωξεν αυτούς μέχρι Τεπελενίου. Κατά την περιφανή ταύτην μάχην διέπρεψεν ο Γιάννης Κοντογιάνννης, και τούτου ένεκα εις την δευτέραν μάχην κατά των ιδίων Μετσοϊσιαίων ανετέθη παρ΄ όλων των αρματωλών εις αυτόν η αρχηγία.

               Ο Κούρτ-Πασάς βαρέως φέρων την ήτταν ταύτην του Κερασόβου απέστειλε νέα στρατεύματα υπό τον ίδιον Μούρτον Χούσον. Ο Γιάννης Κοντογιάννης τότε νεαρώτατος αλλά στρατηγικός και ανδρείος μετέβη μετά των υπ’ αυτόν προς συνάντησιν των πολεμίων. Κατ’ αρχάς όμως απέφυγε την συμπλοκήν μέχρι ου δια στρατηγημάτων εφελκύσας τους Αλβανούς εις τα Χόνια, σύμφυτον και αδιέξοδον θέσινεν Βάλτω επέπεσε κατ΄ αυτών και τους κατέστρεψε μόλις διαφυγόντος τον θάνατον  του αρχηγού Μούρτου Χούσου, όστις και εφονεύθη μετά εν έτος 1716 εις την υπό του Τούρκου ναυάρχου Τζανούμι Χότζα πολιορκίαν της Κερκύρας. Τοιαύτη δε ήτο η επιτυχία του σχεδίου της εν Χονίοις καταστροφής των υπό τον Μούρτον Χούσον Τουρκαλβανών και τοιαύτη η προς τον Γιάννην Κοντογιάννην εκτίμησις, ώστε παρέμειναν έκτοτε παροιμειώδης η κατά την μάχην ταύτην διοίκησις αυτού υπό την έκφρασιν «Κυβέρνια Κοντογιανναίϊκη» και δια ταύτης εχαρακτήριζον πάσαν στρατηγικήν επιτυχίαν κατά τους χρόνους εκείνους. Η έκφρασις αύτη παρέμεινε μέχρι σήμερον ακόμη εις την Φθιώτιδα.

               Ο Κοντογιάννης βραδύτερον περιήλθεν εις έριδα προς τον Μπουκουβάλαν και εξεδίωξεν αυτόν εκ του Αρματωληκίου των Αγράφων, όπερ πάλιν επέστρεψε προς αυτόν μετά τινα έτη συμφιλιωθείς μετ΄ αυτού. Αποτέλεσμα της συμφιλιώσεως ταύτης υπήρξε να βαπτίση ο Μπουκουβάλας τον υιόν του Γιάννη Μπουκουβάλα Μήτσον.  Ο Γιάννης Κοντογιάννης παρέλαβε τότε το Αρματωλήκι της Φθιώτιδος και διεκρίθη πολεμών ακαταπαύστως τους Τούρκους, ιδία εις τα βουνά της Γούρας, ως λέγει τα κάτωθι άσμα. 

 

Τι έχουν της Γούρας τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα;

Μην άνεμος τα πολεμάει, μήνα βροχή τα δέρνει;

Ουδ’ άνεμος τα πολεμάει κι ουδέ βροχή τα δέρνει,

Από της Τουρκιάς τα κλάμματα κι από τα μοιρολόγια

Ο Κοντογιάννης πολεμά χειμώνα καλοκαίρι

Πασάδες τρεις τον πολεμούν πασάδες τρεις τον κλειούν.

Και πάντα αυτός τους απατάει και πάντα τους ξεφεύγει.

Σφάζει τους Τούρκους σαν αρνιά σαν τα παχειά κριάρια

Μοιργιολογούν  οι Τούρκισες και χύνουν μαύρα δάκρυα

Κλαίει και μια χανούμισα μέσα στο Πατραζήκι

Της σκότωσαν τον άνδρα της τον πολυαγαπημένο

Κι ερήμαξαν τα σπήτια του τα μαύρα του σεράγια

Από βραδής μοιργιολογάει και το ταχύ το λέγει

Ανάθεμά σε κλεφτουριά και σένα Κοντογιάννη

Οπ’ έσφαξες το μπέη μου τον άνδρα το δικό μου

Και χήρα με κατάντησες τριών χρονών νυφούλα.

 

               Το άσμα εξαίρει, ως δείκνυται εν αυτώ, τους αέναους αγώνας του Κοντογιάννη τούτου, του Κλέφτου της εποχής εκείνης, την ανδρείαν αυτού, πολεμούντος προς πλείονας του ενός Πασάδες, ταυτοχρόνως δε και την σφαγήν των πολυαρίθμων Τούρκων, ής ένεκα οι Τούρκισες χύνουν μαύρα δάκρυα. Ο Γιάννης Κοντογιάννης δύναται να επικληθή Τουρκοφάγος.

               Ο Γιάννης Κοντογιάννης εφονεύθη υπό του Ιουσούφ-Πασά, όστις τόσον απηνώς κατεδίωξεν, ως είνε γνωστόν, τους Κλέφτας και Αρματωλούς.

               Ο καθηγητής και ιστορικός κ. Κ. Ζησίου ανεκάλυψεν εν τη μονή του Αγάθωνος άσμα δημοτικόν παραπονούμενον κατά των Κοντογιανναίων, οίτινες αεί προς τους Τούρκους πολεμούντες δεν άφινον τους κατοίκους να ησυχάσωσι. Τούτο είνε μέγα μαρτύριον των αεννάων απελευθερωτικών κατά των Τούρκων αγώνων των Κοντογιανναίων.

-------------

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗΣ

               Του Νικολάου Κοντογιάννη, αδελφού του προμνησθέντος Γιάννη, η βιογραφία δεν είναι εντελώς γνωστή. Τούτο μόνον γνωρίζομεν, ότι έδρασεν ως αρματωλός κατά το τέλος ιδίως του 18ου αιώνος και αναφέρεται επί της εποχής του Αλή-Πασά, όστις ανησύχως βλέπων την κατά τε τον αριθμόν των ατόμων και την επιρροήν αυξάνουσαν αρματωλικήν οικογένειαν των Κοντογιανναίων εμηχανάτο την εξόντωσιν αυτών. Πλην τούτου ο Αλή –Πασά εμίσει τους Κοντογιανναίους και δια τον φόνον του πάππου του Μούρτου Χούσου, περί ού εμνήσθημεν. Ανέκδοτον αναφερόμενον εις την εφημερίδα «Τα Πάτρια» υπό του μακαρίτου Ανδρ. Καρκαβίτσα ομιλεί περί του Νικολάου τούτου, όστις ηγούμενος 12 άλλων Κοντογιανναίων αρματωλών είχε κληθή εις Ιωάννινα μετ’ αυτών και του ανεψιού του Κωνσταντίνου, ίνα συσκεφθώσι δήθεν μετ’ αυτών διά σπουδαίαν υπόθεσιν του Βιλαετίου.

               Ο Αλή-Πασάς εδέχθη τον Νικόλαον μετά των συν αυτώ μεγαλοπρεπώς, τους ηρώτησε περί των υποθέσεων του αρματωληκίου των και τους παρέθηκε πολυτελέστατον δείπνον. Μετά ταύτα, ο δόλιος εκείνος Σατράπης της Ηπείρου καλών ένα έκαστον κατ’ ιδίαν του επρότεινε μυστικά να φονεύση ένα των άλλων συγγενών του και να λάβη αυτός μόνος το αρματωλήκι. Τω ενεχείριζε δε επί τούτω και τον διορισμόν του. Ούτω ήλπιζεν, ότι ήθελε τους εξολοθρεύσει όλους δια των ιδίων των χειρών. Μετά την αναχώρησίν των όμως ο γεροντότερος Νικόλαος απεκάλυψε πρώτος την μηχανορραφίαν του Αλή-Πασά εξαγωγήν του κόλπου του τον διορισμόν του και δηλώσας την διαταγήν του Αλή, δι’ ής παρωτρύνετο να φονεύση τον ανεψιόν του Κωνσταντίνον. Ούτος έκαμε το αυτό αποκαλύψας και ούτος τον διορισμόν του, έκπληκτος διότι υπέθεσεν, ότι ο Αλή-Πασάς μόνον εις αυτόν έδωκε τοιούτον διορισμόν. Τότε και οι άλλοι έπραξαν το αυτό και η επιβουλή του Αλή εγένετο κατάδηλος. «Να πώς θέλει να μας ξεπαστρέψη», είπεν ο γέρω Νικόλαος, όποιος είναι κουτός ας τον πιστέψη». Και πρώτος έσχισεν εις μύρια τεμάχια τον διορισμόν του. Ευθύς τα παράδειγμά του εμιμήθησαν προθύμως και οι άλλοι, εξηκολούθησαν δε πάντες τον δρόμον των πυροβολούντες εις ένδειξιν χαράς, ότι διέφυγον των ονύχων του τυράννου. Εκ του επεισοδίου τούτου έμεινε παρά τω λαώ να λέγηται: «Δώδεκα Κοντογιανναίοι, δεκατρείς Ταμπράδες εκ των λόγων του Νικολάου, όστις κατά την ανακοίνωσιν του μυστικού επρομοιάσθη λέγων: «Ολοι ξέρουν δώδεκα κ’ ο γέρος δέκα τρία». – Εγνώριζε τουτέστι επί πλέον και το μυστικόν, όπερ εμάντευσε.

------------------

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗΣ

               Υιός του Τουρκοφάγου Γιάννη Κοντογιάννη είναι ο προπάππος μου Κωνσταντής. Τα κατ’ αυτόν είνε ολίγον γνωστά και μόνον παραδόσεις τινές και άσματα δημοτικά δίδουν ιδέαν τινα της υπάρξεως και του θανάτου του.

               Το κάτωθι άσμα αποδίδεται υπό των εν Φθιώτιδι εις τους Καπετανέους Κωνσταντήν, Μήτσον και Σπύρον (;).

 

Καλώς ανταμωθήκαμε εμείς οι ντερντιλήδες

Στου Αί-Λια τον πλάτανον πούνε μια κρύα βρύσι

Πώχουν οι Κλέφταις μάζωμα όλ’ οι Καπεταναίοι

Να κλάψωμε τα Ντέρτια μας και τα παράπονά μας.

 

               Το δε επόμενον άσμα είναι μάλλον συγκεκριμένον ομιλούν περί του θανάτου του Κωνσταντή, γενομένου εις Ακαρνανίαν παρά τον Αχελώον εις την γέφυραν της Τατάρνιας, καθ΄ ήν στιγμήν ανεπαύετο προσκαίρως με τα παλληκάρια του το έτος 1810. Ο Κωνσταντίνος κατελήφθη εκεί υπό των Τούρκων εξ ενέδρας προδοθείς, καθά εν απάση τη Φθιώτιδι διαλαλείται, υπό του τότε προεστώτος Δημάκη Χατζίσκου. 50 Κοντογιανναίοι μετά πολλών άλλων παλληκαρίων εύρον εκεί θάνατον σκληρόν και αιφνίδιον εις στιγμήν, καθ΄ ην ανύποπτοι εκοιμώντο.

               Το επόμενον άσμα αναφέρεται εις την δολοφονίαν ταύτην.

 

Κοιμάται η Καπετάνισσα του Κοντογιάννη η νύμφη

Μέσ’ τα χρυσά παπλώματα, μεσ’ τους χρυσούς σελτέδες

Να την ξυπνήσω σκιάζομαι, να της το πω φοβούμαι.

Εμασα μοσχοκάρυδα και την πετροβολάω

Για να την πάρη η μυρωδιά και μόνη να ξυπνήση

Σαράντα μοσχοκάρυδα της ρίχνω στην αράδα

Κι’ από τον μόσκο τον πολύ και την μοσχοβολιά του

Ανοιξε τα ματάκια της και με γλυκορωτάει

«Παιδί μου τι μας έφερες από τους Καπετάνους;»

«Κακά ψυχρά κι’ ανάποδα σας έφερα κυρά μου

Το Νικολάκη πιάσανε, τον Κωνσταντή βαρέσαν

Τα μάγουλά της έπιασε και τάκανε κομμάτια

Κι έβαλε μια ψηλή φωνή ‘πο την καρδιά της μέσα

«Μανούλα μου και θειάκω μου δέστε μου το κεφάλι

Με μπόλες δέκα τέσσαρες για να μοιρολογήσω

«Να κλάψω για τον Κωνσταντή και για τον Νικολάκη

«Πούταν κολώνες στα βουνά και φλάμπουρα στους κάμπους

Και στων Πασάδων την οργή θεμελιωμένοι πύργοι.

 

Το άσμα ομιλεί περί του Κωνσταντή, «πούταν κολώνα στα βουνά και έναντι των Πασάδων θεμελιωμένος πύργος». Ο χαρακτηρισμός ούτος είνε νομίζομεν δι’ αυτόν ο μεγαλείτερος των επαίνων.

Το άσμα απονέμει φόρον τιμής και ευλαβείας προς την Καπετάνισσαν, νύμφην του Γιάννη Κοντογιάννη και σύζυγον του Κωνσταντή Κοντογιάννη, ούτινος τον φόνον προτιθέμενος ν’ αναγγείλη ο άγγελος δι’ αυτήν τόσον οδυνηράν είδησιν, φοβείται να το πη, σκιάζεται. Η δε σύζυγος του φονευθέντος, μόνον σύζυγος ήτο δυνατόν να λυπηθή επί τοσούτον, έπιασε τα μάγουλά της και τάκανε κομμάτια από την λύπην της, εις ην προσετίθετο και η εκ της συλλήψεως του Νικολάκη προερχομένη.

Ωσαύτως το κατωτέρω άσμα διεκτραγωδεί την στενοχωρίαν της ιδίας συζύγου του Κωνσταντή Κοντογιάννη μεταβάσης εις την νήσον Κάλαμον προς ασφάλειαν.

 

Στην Άρτα κλαίει μια κυρά και στο Βραχώρι δυό

Στο ξαναμμένο Κάλαμο νύμφη του Κοντογιάννη

Στο παραθύρι κάθεται, τα Πέλαγα αγναντεύει

Τα πέλαγα και τα βουνά και της κοντραχούλαις

Βλέπει καράβια πούρχονται βαρκούλες που αρμενίζουν

 

               Ο Κωνσταντίνος Κοντογιάννης εγκατέλειπε τρεις υιούς καθ’ ηλικίαν τους εξής : Τον Γεώργιον, τον Σπύρον και τον Νικολάκην. Εκ τούτων διεκρίθησαν κυρίως οι δύο τελευταίοι.

----------------

 

ΜΗΤΣΟΣ ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗΣ

               Ο Μήτσος Κοντογιάννης, υιός του Γιάννη, έδρασε πρώτον κατά το δεύτερον ήμισυ του 18ου αιώνος, μετασχών της Επαναστάσεως του 1770. Ηκολούθησεν ούτω το παράδειγμα του Ανδρούτσου και Κολοκοτρώνη. Κατά το πρώτον είτα ήμισυ του 19ου αιώνος συναντώμεν αυτόν εν Επτανήσω μετ’ άλλων οπλαρχηγών και βραδύτερον κατά τον αγώνα της Ανεξαρτησίας υπό τας επομένας περιστάσεις.

               Κατά το έτος 1807 η Τουρκία ευρίσκεται εις εμπόλεμον κατάστασιν από του 18076 μετά της Ρωσίας, μεθ΄ ής έχει συνταχθή και η Επτάνησος, ήτις αμύνεται υπό Ρωσσικού στρατού. Ο Αλή-Πασσάς είνε σύμμαχος της Τουρκίας και επιχειρεί κατά της Επτανήσου, ήτις από του 1805 εχρησίμευεν ως καταφύγιον των Κλεφτών μετά την ισχυράν αυτών καταδίωξιν υπό των οπλαρχηγών του Αλή-Πασά και ιδία του Ιουσούφ Αράπη, του σκληροτέρου και απανθρωποτέρου πάντων των άλλων. Τας πολεμικάς του κατά της Επτανήσου επιχειρήσεις διευθύνει ο Αλή-Πασάς, κατά δε της Λευκάδος δια του υιού αυτού Βελή-Πασά, ηγουμένου 12.000 Αλβανών πεζών και ιππέων. Η Λευκάς ετέρωθεν αμύνεται υπό του Ρώσσου στρατηγού Στάτδερ, ηγουμένου Ρωσσικών στρατευμάτων και τριών λόχων Ελληνικών, ούς είχον συγκροτήσει οι ως άνω εν Επτανήσω καταφυγόντες διάσημοι αρματωλοί και Κλέφτες, οίον οι αδελφοί Κατσαντώναι, ο Κίτσος Βότσαρης, ο Φώτος Τζαβέλας, ο Δράκος Γρίβας, Μ. Δαγκλής, Κ. Στράτος κ.λ. μετ’ αυτών δε και ο Μήτσος Κοντογιάννης μετά του ανεψιού αυτού και αδελφού του πάππου μου Γεωργίου, οίτινες πάντες συνέρρευσαν εκεί, εις Λευκάδα, εις το σημείον του κινδύνου, «ίνα προσφέρωσι το αίμα των, ως λέγει ο Βαλαωρίτης, εις τον βωμόν της κοινής πατρίδος».

               Εν Λευκάδι ευρίσκετο τότε και ο Ιω. Καποδίστριας, ως αντιπρόσωπος και πληρεξούσιος του Γενικού Διοικητού της Επτανήσου Ρώσσου Κόμητος Μοντσενίγου, ίνα διευκολύνη το έργον της αμύνης. Ο Καποδίστριας συγκεντροί πάντας τους άνω οπλαρχηγούς και προσαγορεύει αυτούς, πάντες δε ξιφουλκήσαντες ομνύουσι, συμφώνως προς πρόποσιν εγερθείσαν υπό του Καποδιστρίου, να πραγματοποιήσωσι την παρ΄ αυτού εξενεχθείσαν ευχήν της απελευθερώσεως όλης της Ελλάδος. Ο Καποδίστριας δεν σταματά όμως, εις τους λόγους. Μεγαλόνους, ως ήτο, συλλαμβάνει την ιδέαν της εκτελέσεως στρατηγικού αντιπερισπασμού. Κρίνει, ότι ο κίνδυνος της Λευκάδος θα απετρέπετο, εάν ο στρατός του Αλή περιεσπάτο εις επιχειρήσεις εν Αιτωλο-Ακαρνανία, εξ ής προήρχετ και ην χώραν καλώς ενγώριζον οι εν Λευκάδι αρματωλοί. Τούτο και εγένετο πράγματι. Οι αρματωλοί μεταβάντες εις Αιτωλο-Ακαρνανίαν και πότε μεν προσβάλλοντες τον Τουρκικόν στρατόν πότε δε καίοντες τα Τουρκικά χωρία προσείλκυσαν τους Τούρκους προς τα εκεί. Ούτως η Λευκάς και δι’ αυτής η Επτάνησος απηλευθερώθη εκ της Τουρκικής εισβολής δια των Ελλήνων αρματωλών, ων τα ονόματα παρέθηκα, εν οίς και ο Μήτσος Κοντογιάννης μετά του υιού αυτού «Τα ονόματα των μεγαθύμων τούτων αρματωλών, λέγει ο Βαλαωρίτης, η Ελληνική ευγνωμοσύνη δέον να μνημονεύση εις αιώνας αιώνων».

               Τα κύρια σημεία της πατριωτικής δράσεως του Μήτσου Κοντογιάννη διαλαμβάνει έγγραφον του Ιστορικού αρχείου της Εθνικής ημών Βιβλιοθήκης υπ’ αριθμ. 8829 υπογεγραμμένον παρά του τότε υπουργού των Στρατιωτικών Κ. Α. Βλαχοπούλου και έχον ως έπεται :

               «Το σπήτι του Κοντογιάννη ον προ εκατόν πεντήκοντα σχεδόν ετών κατά συνέχειαν της επαρχίας Υπάτης εις τα 1795 προσέλαβεν υπό το Καπετανλήκι του και τας επαρχίας Ταλαντίου, Μουντουσίτσας και Μαλανδρίνου, τα οποία όλα ομού είχε μέχρι του 1799, ότε ο Αλή-Πασάς εξουσίασε την Πρέβεζαν και έβαλε σκοπόν να εξαλείψη τους Καπετανέους και πέμπων τον Ιουσούφ Αράπην ομού με άλλους πολλούς τους εκυνήγησεν όλους, εις το παρελθόν τούτο διάστημα είχε υπό την οδηγίαν του ως Κολιτσήδες ονομαζομένους πολλούς, πλην σημειώνομεν μόνον, όσους ευρέθησαν οπλαρχηγοί εις την επανάστασίν μας, τον Γώγον Μπακάλαν, τον Αλεξάκην Βλαχόπουλον και τον Γεώργιον Βαλτινόν. Όταν πάλιν έλαβε το Καπετανάτον Υπάτης, Σαλώνων και Βάλτου, είχε υπό την οδηγίαν του τον Καραϊσκάκην, τον Καλτσοδήμον, τον Διάκον και τον Πανουργιάν, οίτινες μετά ταύτα έγιναν Καπεταναίοι ιδίαιτεροι. Εις την επανάστασίν μας λοιπόν έχων ο Μήτσος Κοντογιάννης επιρροήν εις αυτούς δια τα προλεχθέντα αυτοί τον εσέβοντο ως πατέρα, εκινήθησαν εις τον αγώνα ομοφώνως στρατιωτικώς».

               «Επομένως βλέποντες οι Ελληνες ότι εκ του πολιτικού συστήματος δεν ηδύνατο να τελεσφορήση η Επανάστασις, απεφάσισαν να συστήσουν τον Αρειον Πάγον. Ο Μ. Κοντογιάννης δια των προτροπών του και συμβουλών του έπεισε και τους άλλους και εσύστησαν τον Αρειον Πάγον, και όχι μόνον εις την αρχήν αλλά και μετά ταύτα εις όλας τας τρικυμίας της τότε αδυνάτου διοικήσεως, όχι μόνον αυτούς αλλ’ ούτε και τους άλλους άφησε να εξοκείλουν εις την ανυποταξίαν και αναρχίαν».      

               «Εκτός τούτων και διαφόρων άλλων θυσιών ο υιός του εθυσιάσθη εις την μάχην της Καλλιακούδας εις τα 1823 επί Σκόντρα, αυτός δε κεκλεισμένος εις Μεσολλόγιον μέχρι τέλους, αυτός του οποίου εθυσιάσθη και ο απ’ αδελφού ανεψιός του Σπύρος Κοντογιάννης οποίους υιόν και ανεψιόν έχασεν».

Κ. Α. Βλαχόπουλος

 

               «Ο Διέπων την σήμερον την Γραμματείαν των Στρατιωτικών τους γνωρίζω κάλλιστα, δεν είνε ανάγκη να εκταθώμεν».

               Ο Μήτσος Κοντογιάννης παλαιόν είχε το αρματωλικόν αξίωμα διότι, ως λέγει και ο Φιλήμων εν τω Δοκιμίω της Ιστορίας αυτού, ο πάππος αυτού καταγόμενος εκ του Βάλτου ήτο πρωτοπαλλήκαρον του τότε περιωνύμου οπλαρχηγού των Αγράφων Δήμου Μπουκουβάλα. Ενεκα της αρχαιότητος ταύτης απήλαυεν ηθικής επιρροής και επί των ομόρων επαρχιών έτι. Ο Φιλήμων λέγει, ότι ο Μήτσος ήτο εν αρχή διστακτικός προς την επανάστασιν θεωρών αυτήν άκαιρον. Και όντως οι δισταγμοί αυτού φαίνεται ότι υπήρχον, καθόσον η επαρχία της Φθιώτιδος, παραμεθορία ούσα προς τας υπό των Τούρκων δι΄ ισχυρού στρατού κατεχομένας επαρχίας της Θεσσαλίας, υπέμενε συχνάκις εισβολάς Τουρκικών στρατευμάτων ποιούντων εκδρομάς προς σύλληψιν τροφών, γυναικών, ζώων κλ. Η Φθιώτις συνεπώς ήτο πλείον των άλλων επαρχιών εκτεθειμένη και είχεν ανάγκην ισχυροτέρας προστασίας, ο δε αρματωλός αυτής εφοβείτο μήπως εκθέση εις όλεθρον την επαρχίαν αυτού και ουχί ίνα μη χάση, το αρματωλήκι ως ισχυρίζεται ο Φιλήμων. Η περί διστακτικότητος του Μήτσου κρίσις εκφέρεται ιδίως κατά την εκτέλεσιν της υπό τον Δ. Υψηλάντην εν τη Ανατολική Ελλάδι εκστρατείας, ότε ο μεν Υψηλάντης συνεκέντρωσε τας υπ’ αυτόν δυνάμεις εις Δαδί, συνεργαζόμενος μετά των οπλαρχηγών Διάκου, Δυοβουνιώτη και Πανουργιά εστρατοπεδευμένων εις Κομποτάδες. «Ειπέ του Διάκου, είπεν εις το ζητήσαντα εν αρχή την συνδρομήν του απεσταλμένον, ότι οι οπαδοί του είνε πολύ ολίγοι, ώστε να αντιταχθώμεν τελεσφόρως κατά των Τούρκων, οίτινες ηριθμούντο τότε κατά χιλιάδας». Και ο μεν Διάκος δεν διέθετε πράγματι τότε ή 600 Βοιωτούς, ο Δυβουνιώτης 300 Λοκρούς και ο Πανουργιάς 200. Παρά την ην είχεν όμως γνώμην, συνετάχθη είτα μετ’ αυτών και προσχωρήσας ευθύς μετ’ ολίγον προσέβαλε τους εις Υπάτην εισβαλόντας Αλβανούς την 18 Απριλίου εκ Δυσμών, ενώ οι άλλοι ομού επετέθησαν εξ Ανατολών.

               Και εσυνθηκολόγησαν μεν οι μη πολυάριθμοι Αλβανοί της Υπάτης, αι ενισχύσεις όμως δεν εβράδυναν, ως ήν επόμενον, να καταφθάσωσιν ευθύς την επομένην εκ του παρακειμένου της Θεσσαλίας υπό τον γνωστόν Χουρσίτ Πασάν στρατοπέδου οδηγούμενοι υπό τον Κιοσέ Μεχμέτ Πασάν και τον Ομέρ Βρυώνην, οίτινες ανελθόντες εις 12.000 περίπου άνδρας, καθ’ ά εκτιμά αυτούς ο Σούτσος (Σελ. 189), διέλυσαν το εν Δερβέν Φούρκα Ελληνικόν στρατόπεδον, ούτινος ο ολικός αριθμός δεν υπερέβαινε τους 3000 περίπου άνδρας. Ούτω οι μεν Διάκος, Πανουργιάς, και Δυβουνιώτης μετέβησαν πάλιν εις Κομποτάδες, ο δε Κοντογιάννης κατέλαβε την παρά την Υπάτην κειμένην τοποθεσίαν της Μονής Αγάθωνος ευρισκομένην εις μόλις απόστασιν ώρας απ’ αυτής.

               Ο Μήτσος Κοντογιάννης ήτο εκ των αρματωλών τους οποίους είχεν αναγνωρίσει ως διοικητάς όλης της Ρούμελης το εν Πελοποννήσω εδρεύον Εκτελεστικόν. Οθεν και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος εν έτι 1824 ζητών από το Εκτελεστικόν την άδειαν εκ Μεσολογγίου να εισπράξη τα δοσίματα της επαρχίας Σαλώνων δια την άμυναν του Μεσολογγίου, προσθέτει ρητώς, ότι είχε προς τούτο την συγκατάθεσιν του Μήτσου Κοντογιάννη.

               Η Ελληνική Κυβέρνησις εκτιμώσα την περίνοιαν και εμπειρίαν του Μήτσου διώρισεν αυτόν Αρχηγόν των περί τας Παλαιάς Πάτρας στρατοπέδων και της κατά του φρουρίου των Πατρών πολιορκίας διατάξασα τους εν Αργει οπλαρχηγούς να ταχθώσιν υπ’ αυτόν δια διαταγής, ης το πρωτότυπον περισωθέν εν τω Ιστορικώ Αρχείω έχει ως εξής :

Αριθ. 7201

                           Το Εκτελεστικόν Σώμα

                           Προς τους εν Αργει Οπλαρχηγούς

            Ο Γενναιότατος Στρατηγός Μήτσος Κοντογιάννης διωρίσθη Αρχηγός των περί τας Π. Πάτρας Στρατοπέδων και αφιερώθη η πολιορκία τούτου του φρουρίου εις την στρατιωτικήν εμπειρίαν και φρόνησιν του αξιεπαίνου τούτου οπλαρχηγού· διατάττονται λοιπόν όλοι οι εν Αργει στρατιωτικοί, εκτός των υπό τον Χ. Χρίστον, Καρατάσον, Γάτσον, Βάσσον, Ράγγον, Τζιώκρην και Γραμματικόπουλον να καταγραφούν αμέσως και να εκστρατεύσουν δια τας Π. Πάτρας υπό την οδηγίαν του κυρίου Μήτσου Κοντογιάννη· όποιος δε παρακούση ή δια να ακολουθήση τον αρχηγόν του ή δια να εκτελή πιστώς και προθύμως τας οδηγίας του, ας ειξεύρει ότι όχι μόνον το σώμα του διαλύεται αλλά μηδέ μισθούς, μηδέ άλλο τίποτε έχει δικαίωμα να λάβη από την Διοίκησιν. Αξιωματικοί και στρατιώται! Σεις άλλοτε άοπλοι ενικήσατε τους ωπλισμένους Τούρκους και εστολίσθητε με τα άρματά των· τα τελευταία μας δυστυχήματα προήλθον από την ασυμφωνίαν και την απείθειαν εις το χέρι σας στέκει να αποκτήσητε την πρώτην σας υπόληψιν και να τρομάξετε τον τολμηρόν εχθρόν μας· η πατρίς, η διοίκησις και ο κόσμος, προσμένει να θαυμάση εκ νέου τας ανδραγαθίας σας.

                        7 Μαϊου 1825. Ναύπλιον.

                                    Ο Πρόεδρος

                                                                        Ο Πρ. Γεν. Γραμ.

               Ο Μήτσος Κοντογιάννης μετά την κατά των Π. Πατρών επιχείρησιν διετάχθη μετ’ ολίγον να ενισχύση την φρουράν του Μεσολογγίου μετά των στρατηγών Γιάννη Ράλλου και Λάμπρου Βεϊκου. Και η Ιστορία του Fabre διηγείται την επίθεσιν, ήν επεχείρησεν η φρουρά κατά την νύκτα της 20-21 Ιουνίου, ευθύς ως ενισχύθη υπό του Μήτσου Κοντογιάννη και των συν αυτώ, ίνα δώση εις τον εχθρόν έν καλόν μάθημα, ως λέγει ο ταγματάρχης Κουτσονίκας. Οι Ελληνες ώρμησαν ταυτοχρόνως εκ τε του κέντρου και των πτερύγων υποστηριζόμενοι υπό των πυροβολαρχιών των επάλξεων του φρουρίου. Διεσκόρπισαν τους φύλακας των ορυγμάτων, εφόνευσαν πλέον των 200 Τούρκων εν ταις γραμμαίς αυτών, εκυρίευσαν 7 σημαίας, και επέστρεψαν μετά 5 αιχμαλώτων και πολλών λαφύρων, σχόντες μόνον 7 στρατιώτας πληγωθέντας και 3 νεκρούς.

               Τον Μήτσον Κοντογιάννην βλέπομεν ωσαύτως εν Μεσολογγίω μετέχοντα Στρατοδικείου αποτελουμένου υπό των στρατηγών Νότη Βότσαρη, Γεωργίου Βαλτινού, Χρίστου Φωτομάρα, Νικολάου Στουρνάρα και Ζώη Πάνου προς εκδίκασιν της άλλως όμως ανυποστάτου κατηγορίας κατά του στρατηγού Γεωργίου Κίτσου συκοφαντηθέντος, ότι εσκόπει ν’ απελευθερώση Τούρκους αιχμαλώτους.

               Ο Μήτσος Κοντογιάννης απετέλει μέλος της εκ στρατηγών επιτροπής, ήτις διηύθυνε την άμυναν της πόλεως. (Δεκ. 1825-Φεβρ. 1826).

               Ο Μήτσος ήτο ο γηραιότερος και σεβασμιώτερος των εν Μεσολογγίω στρατηγών κατά την πολιορκίαν. Η προς τούτον αγάπη των πολιορκουμένων έφθασε μέχρι τοιούτου σημείου, ώστε από την γενικήν σφαγήν των εντός της πόλεως ζώων προς διατροφήν των να εξαιρέσωσι μόνον τον ίππον εκείνου, όστις όμως και ούτος εθυσιάσθη κατ’ επιθυμίαν του Μήτσου.

               Ο Μήτσος Κοντογιάννης μετέσχε παρά το γήρας αυτού, ηρίθμει τότε 70 έτη, της ηρωικής εξόδου της 10 Απριλίου του 1826 περί ής κατωτέρω, υπέστη δε πάντα τα δεινά του κατά τον χρόνον εκείνον από τε της ξηράς και θαλάσσης πολιορκουμένου Μεσολογγίου. Το γήρας, η πείνα και αι κακουχίαι είχον εξασθενήσει αυτόν επί τοσούτον, ώστε κατά την έξοδον υπεβαστάζετο και εσύρετο πολλάκις υπό του ανεψιού αυτού Νικολάκη επιζήσαντος.

               Μετά την πτώσιν του Μεσολογγίου, ηναγκάσθη να προβή εις συνθήκην μετά των Τούρκων, οίτινες είχον αιχμαλωτίσει 900 οικογενείας μεταξύ των οποίων και πλείστοι γονείς των στρατιωτών, ούς είχε μεθ’ εαυτού.

               Ο Μήτσος Κοντογιάννης εδαπάνησε υπέρ της επαναστάσεως μεγάλα ποσά. Εις μόνον λογαριασμός ευρισκόμενος εις την Συλλογήν των εγγράφων της Εθν. Βιβλιοθήκης περιλαμβάνει μέγα ποσόν εξ ιδίων δια μισθούς και σιτηρέσια των στρατιωτών του.

               Απέθανεν εν έτει 1847 εις το χωρίον του Γυποχώρι, (Γυφτοχώρι σήμερον λεγόμενον), ετών 95 και είχε τρεις υιούς καθ΄ ηλικίαν ως εξής : Τον Νικολόν, τον Βαγγέλην και τον Γιαννάκην.

--------------------

ΝΙΚΟΛΟΣ ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗΣ

               Ο Νικολός Κοντογιάννης υιός του Μήτσου, είναι ο ενδόξως πεσών εις Ακαρνανίαν αγωνισθείς κατά του Μουσταχή Πασά της Σκόδρας.

               Το έτος 1821 εξεστράτευσε κατά των Τούρκων, άγων περί τους 800 άνδρας και συνεκρότησε διαφόρους μάχας, ως αναφέρεται εν εγγράφω του αδελφού αυτού Βαγγέλη προς την επί των στρατιωτικών δηλώσεων επιτροπήν. Εδοξάσθη όμως κυρίως εις την μάχην της Καλλιακούδας παρά το όρος Καλλίδρομον μαχόμενος, ως προερρέθη, κατά του Πασά της Σκόδρας εν ηλικία μόλις 23 ετών.

               Ο Πασάς της Σκόδρας εξεστράτευσε κατά της Δυτικής Ελλάδος εκστρατείαν πολυπληθεστέραν και φοβερωτέραν των άλλων, λέγει ο Τρικούπης, διότι ηρίθμει 16.000 άνδρας εμπειροπολέμους, ων πολλοί Αλβανοί υπό τον Ομέρ Βριώνην. Επροχώρει δε δια των Αγράφων προς το Καρπενήσι. Την εκ 5.000 ανδρών Τουρκικήν εμπροσθοφυλακήν απεφάσισαν να προσβάλωσιν ορμώμενοι εκ Μεσολογγίου ο Μάρκος Βότσαρης, οι Τζαβελαίοι κ.λ. ανερχόμενοι εις 1.200. Ο Μάρκος Βότσαρης εξετέλεσε τότε την διάσημον νυκτερινήν του επίθεσιν, καθ’ ήν και ενδόξως εφονεύθη. Την μάχην ταύτην διεδέχθη η της Καλλιακούδας μεταξύ των αυτών Τούρκων επιτιθεμένων την φοράν αυτήν και των Ελλήνων αμυνομένων εν τη θέσει ταύτη υπό τας εξής περιστάσεις αναφερομένας εν τη Ιστορία του ταγματάρχου Κουτσονίκα (Σελ. 224-225).

               «Μετά τον θάνατον του Μάρκου Βότσαρη ο Τζαβέλλας και οι λοιποί κατέλαβον την θέσιν Καλλιακούδα. Εκεί έφθασαν 300 Πελοπονήσιοι απεσταλμένοι υπό του Ανδρέου Λόντου υπό τον Ροντόπουλον, προσέτι και ο Νικόλαος Κοντογιάννης μετά 1000 Στερεολλαδιτών γενόμενοι περί τους 2000, οίτινες οχυρωθέντες εις την βραχώδη και απρόσιτον ταύτην θέσιν επερίμενον τον εχθρόν, όστις την 22 Αυγούστου (1823) έφθασε και επετέθη κατ’ αυτών τετράκις και απεκρούσθη μετά μεγίστης εις αυτόν ζημίας χωρίς να δυνηθή να διώξη εκείθεν τους Ελληνας, αλλ’ οι εχθροί εξ άλλου μέρους κρημνώδους ανέβησαν περί τους 400 και κατέλαβον τα νώτα των Ελλήνων και τους έτρεψαν εις φυγήν γενόμενοι κύριοι της θέσεώς των, οι δε Ελληνες ιδόντες, ότι όπισθεν κατελήφθησαν τα νώτα των ώρμησαν κατ’ αυτών, τους διέσχισαν και απέρασαν, αλλ’ εφονεύθησαν εξ αυτών περί τους 150, εν οίς και ο Ζυγούρης Τζαβέλλας και Κοντογιάννης, οι δε λοιποί διεσκορπίσθησαν».

…………………………………………………………………………………..

               «Τοιαύτην τύχην έλαβε και η εκστρατεία αύτη του Μουσταφά Πασά Σκόδρας, εις όν είχε μεγάλας ελπίδας η Οθωμανική Κυβέρνησις, ήτις δεν έφερεν ουδέν άλλο αποτέλεσμα ειμή τον θάνατον του αειμνήστου Μάρκου Βότσαρη (προγενεστέρως), Τζαβέλλα και Κοντογιάννη».

               Τον Νικόλαον Κοντογιάννην αναφέρει ο Τρικούπης εις την μάχην της Καλλιακούδας ως διακριθέντα δια τας ανδραγαθίας του (Τόμ. Γ’ 49). Εις άλλην περιγραφήν γενομένην εν τη Βουλή των Ελλήνων την 8 Φεβρουαρίου 1846 ο Νικόλαος Κοντογιάννης αναφέρεται ως ανδρείος και αγαπητός εις τους στρατιώτας αυτού.

               Ο ήρως ούτος ήτο λεβέντης και ωραίος ανήρ. Η δημώδης ποίησις έχει αποθανατίση τον ηρωϊκόν θάνατόν του δια του εξής άσματος :

 

 

 

Εσείς κορίτσια του Δαδιού κι οι ώμορφες της Πάτρας

Να πήτε χαιρετίσματα του Μήτσο Κοντογιάννη,

Να μη μου κλάψη τα’ άρματα κι’ ουδέ τη λεβεντιά μου

Στης Καλλιακούδας το βουνό πουλιά’νε μαζεμμένα και τρώνε

το κορμάκι μου.

----------------

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗΣ

               Υιός και ούτος του Μήτσου Κοντογιάννη είνε ο και μακρότερον επιζήσας εκ των μετασχόντων της επαναστάσεως Κοντογιανναίων.

               Εξ αυτοβιογραφίας αυτού εξάγεται, ότι εν αρχή της Επαναστάσεως διετέλει μετά του πατρός του εις Φθιώτιδα και μετέσχε νεώτατος έτι δεκαεπταετής των από του 1821 και επέκεινα περί την Υπάτην μαχών. Το 1824 συνεκρούσθη μετ’ άλλων συντρόφων του παρά την Μουσσονίτζαν προς τον Δερβίς – Πασάν απειλούντα να προσβάλη το Λοιδωρίκιον, το δε 1825, διοικών ίδιον σώμα μετέβη εις Ναύπλιον παρά τη εκεί εδρευούση Κυβερνήσει και μετέσχε διαταγή αυτής της εν Κρεμύδι μάχης. Τέλος ότι τω 1825 ετάχθη υπό τον Καραϊσκάκην και μετέσχε των υπό την διεύθυνσίν του συμπλοκών εις Καρπενήσι, Αγραφα, Δραγομέστα, Καρβασαράν προς παρακώλυσιν των εις Μεσολόγγιον αποστελλομένων τουρκικών τροφών και εφοδίων.

               Τω 1826 αναφέρεται εις τας γνωστάς Ιστορίας, ότι μετέβη εις Μεσολόγγιον επί του Αρακύνθου, όπως συνδράμη την έξοδον της φρουράς Μεσολογγίου και τον πατέρα αυτού Μήτσον. Η Ηρωίς της Επαναστάσεως λέγει, ότι καθ’ ήν στιγμήν προσέβαλε τους Τούρκους εις Αράκυνθον είχε μεθ’ εαυτού μόνον 20 άνδρας, ως ηκούσθη λέγων  ίδιος, καθόσον οι λοιποί στρατιώται αυτού ένεκα της προ ολίγου ραγδαίας βροχής είχον μεταβή εις την κορυφήν του Αρακύνθου και εις τα δάση, ίνα παραλάβωσι τας κάπας και τας ζωοτροφίας. Επιστήθιος φίλος και συμπολεμιστής του Καραϊσκάκη εδείχθη λέγει η Ηρωίς, χαρακτήρος σταθερού, γενναίου και εντίμου.

               Η κατά το 1825 προσωρινή Διοίκησις τον ετίμησε με τον βαθμόν του αντιστρατήγου. Τω 1828 διετάχθη παρά του αρχηγού της Αν. Ελλάδος Υψηλάντη να τοποθετηθή με 300 άνδρας εις Νέας Πάτρας, όπερ και εγένετο. Κατά την πολιορκίαν της Ναυπάκτου του αυτού έτους διετάχθη υπό του πληρεξουσίου του Καποδιστρίου Αυγουστίνου να μεταβή εις Ναύπακτον, όθεν πάλιν επέστρεψε διαταχθείς εις Νέας Πάτρας. Εκ της πόλεως ταύτης πάλιν εστάλη εις την οροθετικήν γραμμήν προς φύλαξιν και εξασφάλισιν της επαρχίας, όπου και διέμενε μέχρι του διοργανισμού των τακτικών ταγμάτων.

               Εν Ναυπλίω την 14/26 Μαρτίου, η αντιβασιλεία, εν ονόματι του Βασιλέως Οθωνος, αποτελουμένη ως γνωστόν εκ του Κόμητος Αρμανσπεργ ως Προέδρου, Μάουερ και Εϊδεκ, προσυπογράφοντος του επί των Στρατιωτικών Γραμματέως της Επικρατείας Κ. Ζωγράφου, ο Ευάγγελος Κοντογιάννης διωρίσθη αρχηγός του Η’ Τάγματος των ακροβολιστών, ενός εκ των δέκα το πρώτον ιδρυθέντων μετά του τακτικού στρατού. Οι αρχηγοί και Διοικηταί ελήφθησαν εκ των οπλαρχηγών των ελαφρών στρατευμάτων. Αι τελευταίαι πληροφορίαι αύται αναγράφονται εν τη Συλλογή των εγγράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Η δε Μεσολογγιάς του κατά το έτος 1876 εκδόσαντος αυτήν Γυμνασιάρχου Αντωνιάδου μνημονεύει τον Βαγγέλη με φράσεις κολακευτικωτάτας ως έπεται (Σελ. 244).

 

Κ’ είδον ενταύθα θαυμασίους πολεμιστάς, ω φίλοι,

ούς πείνα δεν εδάμασε εισέτι και αρρωστεία·

τον Αγραφιώτη Κόρακα, πελώριον ως όρος,

τον Πανομάραν, τον βραχύν το σώμα, πλην με μόνον

το βλέμμα του δυνάμενον να θανατώση Τούρκους·

τον Φαρακλήν τον έχοντα το στήθος ως ο λέων·

και τον Καπέλην φέροντα μακρότατον το όπλον·

τον Ευαγγέλην τον υιόν του Μήτσου Κοντογιάννη.

 

………………………………………………………………………………

(Και όταν ο αρχηγός της Ρούμελης Κων. Μπότσαρης, παρ’ ώ ευρίσκετο ο Βαγγέλης Κοντογιάννης, λέγει εις τον Κανάταν μεταβάντα, ίνα ζητήση βοήθειαν, ότι θα σπεύση, η Μεσολογγιάς επιλέγει).

 

Ταύτα είπεν ο αρχηγός και ενθουσιώντες πάντες

οι πέριξ τούτου ήκουσαν του Βότσαρη τους λόγους.

Προ πάντων δ’ ο Ευάγγελος, υιός του Κοντογιάννη

όν άπαντες θαυμάζομεν ενταύθα και τιμώμεν

Ιδίους είχεν εκατόν προς τούτο στρατιώτας

να σώση τον πατέρα του εκ του πυρός των Τούρκων.

 

               Και πράγματι ο Βαγγέλης έζησε μέχρι του έτους 1869 τιμώμενος υπό πάντων δια την γλυκύτητα και την ευγένειαν του ήθους του. Μόνον κατά το έτος 1847 επανέστησε μετά του Παπακώστα και άλλων συνεπεία καταδιώξεως του Κωλέτη.

               Δια του γάμου του μετά της αδελφής του Μάρκου Βότσαρη ο οίκος Κοντογιάννη συνεδέθη δια συγγενείας μετά του οίκου του εθνικού ημών ήρωος τούτου.

---------------------

ΣΠΥΡΟΣ ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗΣ

               Ως ήδη ελέχθη ο εκ πατρός πάππος μου Σπύρος Κοντογιάννης ήτο υιός του Κωνσταντίνου. Εν αρχή της επαναστάσεως συνεπολέμει μετά του θείου του Μήτσου Κοντογιάννη διοικών ίδιον σώμα εκ 500 περίπου ανδρών. Όταν δε ο Μήτσος, δι’ ούς λόγους εξηγήσαμεν, εφαίνετο διστακτικός λόγω της εκ της ηλικίας του πείρας, ο Σπύρος πλήρης πολεμικού μένους και γενναιότητος, ήτις εχαρακτήριζεν αυτόν από της νεαράς αυτού ηλικίας, ανυπομονών να εκστρατεύση κατά της Υπάτης τω είπεν : «Θα μεταβώ μόνος και όστις θέλει ας με ακολουθήση». Η παρόρμησις αύτη συνετέλεσεν ουκ ολίγον εις την απόφασιν της εναντίον της Υπάτης επιθέσεως, ης εμνήσθημεν. Κατά ταύτηνο ο Σπύρος επεδείξατο την μεγάλην αυτού ανδρείαν ποιήσας ωραίαν έφοδον κατά του προ της Υπάτης λόφου, ένθα σήμερον ευρίσκεται ο στρατών, ον λόφον και εκυρίευσεν.

               Το έτος 1922 ο Σπύρος, καίτοι νεαρώτατος, προήχθη εκ του βαθμού του πεντακοσιάρχου ον έφερεν, εις τον του χιλιάρχου, λόγω των ανθραγαθημάτων του. Το προς τον προβιβασμόν του τούτο σχετικόν έγγραφον παραθέτω ως χαρακτηριστικόν του τρόπου της συντάξεως των εμπνευσμένων εγγράφων της ενδόξου εκείνης εποχής.

 

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ

Κύριε Σπυρίδων Πεντακοσίαρχε

               Τα έως σήμερον ανδραγαθήματά σου είνε αρκετά να μας πληροφορήσουν, ότι θέλεις κατορθώσει μεγαλείτερα με αυτήν την ελπίδα εις την παρούσαν εκστρατείαν εις την οποίαν, όλοι οι Ελληνες αξιωματικοί και στρατιώται τρέχουν να λάβουν της νίκης τον στέφανον.

               Ο Αρειος Πάγος σε τιμά σήμερον με το αξίωμα της χιλιαρχίας και σε επιτάσσει να συνάξης, όσους στρατιώτας δυνηθής και ενωθέντες μετά του κ. Ιωάννου Φραγγίστα (τον οποίον τιμά σήμερον  Αρειος Πάγος με της Πεντακοσιαρχίας το αξίωμα) να προχωρήσητε από Γιαννιτσούν έως την Φούρκαν, όπου θέλετε πρσπαθήσει να εμποδίσητε του εχθρού κάθε συγκοινωνίαν με τα Φάρσαλα και να ευκολύνετε τον κατά Ζητούνι και Πάτρας σκοπόν του πεζικού μας.

               Σπεύσον τέκνον της πατρίδος αγαπητόν να τιμήσης το αξίωμα αυτό με νέα της ανδρείας σου αριστουργήματα, τρέξε εις το στάδιον της δόξης, φόβιζε κτύπα και νίκα τον εχθρόν, οδηγούμενος πάντοτε από την φρόνησιν, η οποία πάντοτε φέρει μαζή της της νίκης το τρόπαιον.

               Εν Λιθάδα τη 29 Μαρτίου 1922.

        ΟΙ ΑΡΕΙΟΠΑΓΙΤΑ

Ταλαντίου Νεόφυτος πρόεδρος

Ανθιμος Γαζής

Ιωάννης Φίλων

Ο αρχιγραμματεύς                              Ιωάννης Ειρηναίος

   Αδάμ Δούκας                                  Κωνσταντίνος Ιωάννου

               Ο Σπύρος συνώδευσεν είτα τον θείον αυτού εις την κατά των Παλαιών Πατρών εκστρατείαν και μετά ταύτα εισήλθεν εις Μεσολόγγιον μετ΄ αυτού και του αδελφού του Νικολάκη. Εν αρχή είχε, ως ελέχθη τον βαθμόν του χιλιάρχου (συνταγματάρχου), βραδύτερον δε έλαβε το δίπλωμα του στρατηγού.

               Ο Σπύρος λόγω της κατά την άμυναν του Μεσολογγίου ανδρείας του και του εν αυτώ ηρωϊκού του θανάτου συνδέεται μετά του Μεσολογγίου πλείον των άλλων Κοντογιανναίων, ων άλλως τε τρεις ακόμη συνεπολέμησαν μετά της γενναίας του φρουράς, ως είδομεν, εντός μεν ο Μήτσος και ο Νικολάκης, εκτός δε κατά την έξοδον ο Βαγγέλης. Το όνομα συνεπώς ολοκλήρου της οικογενείας Κοντογιάννη συνδέεται αδιαρρήκτως μετά της ιεράς κατά τον αγώνα επικληθείσης πόλεως του Μεσολογγίου συνεπώς επισκόπησις των κατά την πολιορκίαν αυτού είναι αναγκαία προς κατανόησιν ιδία των όρων υπ’ ούς ηγωνίσθη και έπεσεν επί των επάλξεων αυτού ο Σπύρος.

               Το Μεσολόγγι, ανίσχυρον και ανοχύρωτον αντέστη τω 1822 εναντίον 12.000 Αλβανών εχόντων επί κεφαλής τον επιχειρηματικόν Ομέρ Βρυώνην. Οτε βραδύτερον ωχυρώθη ο κατ’ αυτού μέλλων να επιτεθή Μουσταχή Πασάς της Σκόδρας δεν ετόλμησε να το πλησιάση εκλαμβάνων αυτό ως ως απόρθητον. Είχεν ήδει λάβει μάθημα της Ελληνικής ανδρείας παρά του Μάρκου Βότσαρη, του Τσαβέλλα και του Νικολού Κοντογιάννη. Ο μετά τον Πασά της Σκόδρας αναλαβών την εκπόρθησιν του Μεσολογγίου ισχυρός ανήρ και επίμονος πολεμιστής ο Μεχμέτ Ρεσσίτ Πασάς, ο επιλεγόμενος Κιουταχής άγων 30.000 Τουρκαλβανούς εδέησε να ενισχυθή και υπ’ αυτού τούτου του Ιμπραήμ μετά 4.000 Αράβων και πάλιν ουχί ίνα κυριεύση την απόρθητον πόλιν, αλλ΄ ίνα καταλάβη αυτήν κενήν μαχητών, εγκαταλειψάντων το Μεσολόγγιον μόνον συνεπεία της πείνης.

               Το Μεσολόγγιον δεν διεκρίθη μόνον δια τον αφάνταστον ηρωϊσμόν της φρουράς αυτού, ανελθούσης κατ’ αριθμόν εις το μέγιστον αυτής σημείον εις 5.000 μόνον άνδρας αλλά και δια την επιτυχή της οχυρωτικής χρήσις, ης τα μεν αμυντικά έργα εξετέλει ο Κοκκίνης, τα δε υπονομευτικά ο λεγόμενος Κωνσταντής. Ου πολύ μακράν του Μεσολογγίου εμάχετο ο Καραϊσκάκης εις Δραγομέστα, εντός δε αυτού ευρίσκοντο, εκτός των προμνησθέντων τριών Κοντογιανναίων, οι εκ των μάλλον ονομαστών Ελλήνων στρατηγών,  ο Στουρνάρας, ο Μακρής, Βαλτινός, Παπαδιαμαντόπουλος, Τζαβέλας κ.λ. οι διαπρεπείς φιλέληνες, ο Βύρων, ο Νόρμαν, ο Ροσνέρος, ο μετά Ελληνίδος Μεσολογγίτισας νυμφευθείς Μάϊερ κ.λ.

               Ο Augusto Fabre, ο μετά τόσης λαμπρότητος περιγράφων την πολιορκίαν του Μεσολογγίου κατά το έτος 1827 εξ ιδίων αυτού εντυπώσεων σταματά αναφέρων τους πολιορκουμένους προ του ονόματος των Κοντογιανναίων γράφων : «Πλησίον των εν τω Μεσολογγίω ηρώων έδρασε και ο εβδομηκοντούτης γέρων Μήτσος Κοντογιάννης και ο ανεψιός αυτού Σπύρος αποδίδοντες την λαμπηδόνα οικογενείας, εν η προ πολλού το κύρος του Καπετάνιου μετεδίδετο από πατρός εις υιόν δια σπάθης κεκοσμημένης υπό εμβλήματος έχοντος την επομένην έννοιαν : Η σπάθη αύτη ανήκει εις εκείνους, οίτινες δεν φοβούνται ποσώς τους τυράννους, εις εκείνους οίτινες γνωρίζουσι να ζώσιν ελεύθεροι, διότι ο βίος δεν είνε τι άλλο ή δόξα και τιμή». Η σπάθη έφερε πράγματι την επιγραφήν :

 

Οποιος τυράνους δεν ψηφεί

Κ’ ελεύθερος στον κόσμο ζη,

Δόξα, τιμή, ζωή του,

Είν’ μόνον το σπαθί του.

 

               Η σπάθη αύτη χρονολογουμένη πιθανώς από του γέροντος Γιάννη Κοντογιάννη και μεταβιβαζομένη ως ιερόν κειμήλιον από γενεάς εις γενεάν δεν ανευρέθη μέχρι σήμερον. Ο Πουκεβίλ αναφέρει, ότι την έφερε ζων ο Κατσαντώνης προσωρινώς και το επόμενον σωζόμενον δίστιχον είνε υπέρ της εκδόσεως ταύτης :

 

Του Κοντογιάννη το σπαθί

Ο Κατσαντώνης το φορεί.

 

               Ο Σπύρος ευρίσκετο εντός του Μεσολογγίου μετά του αδελφού του Νικολάκη και του θείου του Μήτσου. Τον Αύγουστον του 1825 το Μεσολόγγι υφίστατο την τρίτην αυτού υπό των Τούρκων πολιορκίαν, ηγουμένου του Κιουταχή. Ο πολιορκητικός στρατός δια τακτικών πολιορκητικών έργων έχει πλησιάσει προς τα τείχη του Μεσολογγίου, δια δε του «Υψώματος της Ενώσεως» έχει κατορθώσει να ανέλθη επί του περιβόλου του κατασκευασθέντος φρουρίου της πόλεως και κυριεύσει ένα των προμαχώνων αυτού τον επονομαζόμενον Φραγκλίνον, εκ του ονόματος ενός των θεμελιωτών της Αμερικανικής Δημοκρατίας. Αμα τη καταλήψει του Φραγκλίνου οι Τούρκοι κατανοούντες την σπουδαιότητα αυτού και ότι η εξασφάλισις της κατοχής του θα επέφερε την άλωσιν του όλου φρουρίου, επεδόθησαν αμέσως εις την επ’ αυτού κατασκευήν προχώματος, (όπερ ωνομάσθη υπό του οχυρωματοποιού του Μεσολογγίου Κοκκίνη «Υψωμα της Ενώσεως»). Οι Ελληνες αφ’ ετέρου δεν ευρέθησαν ανυπεράσπιστοι, άμα τη καταλήψει του Φραγκλίνου. Είχον την πρόνοιαν ν’ ανεγείρωσιν όπισθεν αυτού άλλα χαρακώματα, ως και διατομάς αμφοτέρωθεν του προμαχώνος του Φραγκλίνου, ν’ ανεγείρωσι τάφρους και να δημιουργήσωσιν ούτω πολλαπλάς αμυντικάς γραμμάς κατά τα υπό της οχυρωτικής επιστήμης εν τη Μονίμω Οχυρωτική (Τειχιστική) υπαγορευόμενα μέτρα, άτινα τόσον καλώς εφήρμοζεν ο Κοκκίνης. Ηρχιζεν ούτως ο εκ του συστάδην αγών, καθ’ όν έπεσεν ο Σπύρος υπό τας εξής περιστάσεις.

               Οι Τούρκοι σταματηθέντες υπό του δευτέρου περιβόλου, αντί να κυκλώσωσι τους πολιορκουμένους ευρέθησαν αυτοί ούτοι κυκλωμένοι εν αυτώ τούτω τω προμαχώνι, όν είχον κυριεύσει. Βαλλόμενοι ούτω εκ πλαγίου υπό των παραπλεύρων προμαχώνων του Μεσολογγίου, Κοραή και Γουλιέλμου Τέλλου, και κατά μέτωπον υπό του δευτέρου περιβόλου επεδόθησαν εις την ενίσχυσιν του Υψώματος της Ενώσεως και μη δυνάμενοι να αλώσωσι τα προχώματα της δευτέρας γραμμής εξ εφόδου, ώρυσσον τρεις υπογείους στοάς, άς ώθουν προς τας εσωτερικάς των Ελλήνων οχυρώσεις, χωρίς να ήνε εκτεθειμένοι εις τα πυρά αυτών.

               Η άλωσις του Φραγκλίνου δεν άφινε να καθεύδη τον φύσει ορμητικόν Σπύρον, ον η παθητική όπισθεν των προχωμάτων άμυνα δεν ικανοποίει. Παραλαβών συνεπώς την 3ην Αυγούστου 30 εκ των υπ’ αυτόν στρατιωτών και υπερπηδήσας τα προχώματα επετέθη ερρωμένως κατά των εργαζομένων Τούρκων, διεσκόρπισε τας γαίας αυτών, εγένετο κύριος μέρους των γειτονικών έργων και κατέστρεψεν αυτά. Οι Τούρκοι καταπλαγέντες, λέγει ο Τρικούπης, υπό της τόλμης των επιτιθεμένων κατέφυγον εντός του «Υψώματος της Ενώσεως». Συνήλθον όμως μετ’ ολίγον εκ του τρόμου των και επανέκτησαν τας θέσεις των μετά μάχην ημισείας ώρας.

               «Τέσσαρες από μέρους μας μάρτυρες εθυσιάσθησαν, διηγούνται τα Ελληνικά Χρονικά, τα κατά το διάστημα της πολιορκίας υπό του φιλέλληνος Ελβετού Μάϊερ συντασσόμενα, εν οίς και ο γενναίος χιλίαρχος Σπύρος Κοντογιάννης και ο καλός φιλέλλην Ρόσενερ επληγώθησαν δε και έξ. Ολοι δε ομού, τόσον οι φονευθέντες όσον και οι τραυματισθέντες έδειξαν τα πλέον ηρωϊκά του ενθουσιασμού και της γενναιότητος σημεία. Ο Υψιστος προστάτης μας, εξακολουθούσι τα Χρονικά, να ανταμείψη εις τας ουρανίους σκηνάς τα άθλα των! Αμήν».

               «Η σκληρά αύτη απώλεια, λέγει αφ΄ ετέρου o Fabre, εβύθισε τους πολιορκουμένους εις πένθος». Εκ τούτων ως εικός ο μάλλον συγκινηθείς ήτο ο αδελφός αυτού Νικολάκης, όστις, ολίγας στιγμάς προ του θανάτου του Σπύρου, όταν ούτος πριν εκπνεύσει έχων αμφοτέρους τους πόδας βαρέως πληγωμένους μετηνέχθη υπό των ανδρών του εντός των Ελληνικών προχωμάτων, δεν συνεκράτησε τα δάκρυά του. «Τι κλαις, αδελφέ, τω απήντησεν ο Σπύρος, δεν ήλθομεν εδώ ίνα αποθάνωμεν;».

               Το Μεσολόγγι δια του ηρωϊσμού του εσταμάτησε τας μεγάλας Τουρκικάς Στρατιάς, ων εμνήσθημεν και μεθ’ ών συνέπρατον Αυστριακοί μεν αξιωματικοί μετά των Αλβανών Γάλλοι δε εξωμόται μετά των Αράβων. Το Μεσολόγγι, το αληθές τούτο της Ελλάδος και ιδία της Πελοποννήσου προπύργιον, ανύψωσε το γόητρον του Ελληνος πολεμιστού εις το κατακόρυφον σημείον και εδόξασε την γενναίαν αυτού φρουράν την διαπιστώσασαν περιτράνως το δόγμα, ότι δεν υπάρχει γλυκύτερος θάνατος του υπέρ πατρίδος. Η ακατάβλητος πράγματι φρουρά του Μεσολογγίου δεν παρεδόθη αλλ’ εξήλθε μέσω των εχθρικών γραμμών με την σπάθην εις την χείρα, αφού πρώτον αντέσχε μέχρι του ανωτάτου δυνατού ορίου εις την πείναν, αφού κατέφαγε τους ποντικούς της ξηράς και τα φύκια της θαλάσσης. Και των δεινών τούτων μετέσχον άλλοι δύο Κοντογιανναίοι, ως προέφην, ων ο εις γέρων 70 ετών, ο Μήτσος Κοντογιάννης, σχων την δύναμιν να μετάσχη της εξόδου, παρά την εις το γήρας αυτού προστεθείσαν εκ της πείνης εξάντλησιν. Οι μαχηταί του Μεσολογγίου έγραψαν την λαμπροτέραν σελίδα της Νεοελληνικής Ιστορίας, αι δε γυναίκες αυτού, όσαι συνεπεία επισυμβάσης παραπλανήσεως δεν ηδυνήθησαν να παρακολουθήσωσι τους εξελθόντας μαχητάς, επαρουσίασαν την μεγαλειτέραν εικόνα του Ελληνικού πατριωτισμού και της αυτοθυσίας. Προτιμώσαι τον θάνατον της εις τους Τούρκους παραδόσεως αι μεν ερρίπτοντο εις τα φρέατα μετά των τέκνων αυτών, αι δε εκρημνίζοντο εντός της θαλάσσης και άλλαι θέτουσαι πυρ εις την επί τούτω παρεσκευασμένην πυρίτιδα ανετινάσσοντο εις τον αέρα μετά του Καψάλη και των λοιπών Μεσολογγιτών ηρώων. Και είχον δίκαιον! Διότι ο άγριος Ιμπραήμ δεν εφείσθη εισερχόμενος εις την πόλιν των αμάχων κατοίκων. Ολόκληρον πλοίον πληρωθέν δι’ αποκοπεισών κεφαλών απεστέλλετο παρ΄ αυτού προς τον σκληρόν Σουλτάνον Μαχμούτ προς ικανοποίησιν της Τουρκικής θηριωδίας, ην είχε τοσούτον εξάψει η ηρωϊκή άμυνα του Μεσολογγίου, εις την εκπόρθησιν του οποίου οι Τούρκοι τοσαύτην έδιδον σημασίαν. Τοιαύτη υπήρξεν η άμυνα του Μεσολογγίου, ήτις και από τεχνικής έτι απόψεως υπήρξεν αξία λόγου αποτελέσασα από πάσης απόψεως το μεγαλείτερον μνημείον της Ελληνικής ευψυχίας και πολεμικής εν τ’ αυτώ τέχνης. Το Μεσολλόγιον απέβη ου μόνον ο ισχυρότερος προμαχών της Ελληνικής ανεξαρτησίας αλλά και βωμός της Ελευθερίας. Τοιαύτη υπήρξεν η άμυνα των ορθώς επικληθέντων ελευθέρων πολιορκημένων του Μεσολογγίου.

               Οφείλω ήδη ν’ ανασκευάσω, συνεχίζων την βιογραφίαν του Σπύρου, μίαν ανακρίβειαν των Ελληνικών Χρονικών επαναληφθείσαν υφ΄ απάντων των μετέπειτα ιστορικών και οφειλομένην το μεν εις την μη ενημερότητα του συντάσσοντος αυτά εξαιρέτου φιλέλληνος αλλά ξενογλώσσου Μάϊερ εις τας λεπτομερείας των καθ’ ημάς πραγμάτων, το δε εις την γνωστήν μετριοφροσύνην των απογόνων των Κοντογιανναίων, οίτινες δεν ανεσκεύασαν μέχρι της σήμερον την παρ΄ αυτών γνωστήν ανακρίβειαν ταύτην. Ο Σπύρος Κοντογιάννης δεν ήτο κατά τον θάνατόν του χιλίαρχος, ως γράφει ο Μάϊερ, αλλά στρατηγός πρβιβασθείς εις τον βαθμόν τούτον από του 1825, ως εμφαίνεται εκ του ανά χείρας μου διπλώματος του προβιβασμού του έχοντος ούτω :

Περίοδος Γ’                                          Προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος

Αριθ. 3801                                                        Το Εκτελεστικόν Σώμα

                                                   Δυνάμει της § Ν του Νόμου της Επιδαύρου

Διατάσσει

Α’. Οι προβαλλόμενοι εις την υπ’ αριθμ. 2638 αναφοράν του Υπουργείου κατά τον εγκλειόμενον κατάλογον προβιβάζονται εις τους ενδιαλαμβανομένους βαθμούς.

               Ο Σπύρος Κοντογιάννης εις τον βαθμόν της Στρατηγίας.

Β’. Το Υπουργείον των Πολεμικών να ενεργήση την διαταγήν ταύτην.

Εν Ναυπλίω τη 27 Φεβρουαρίου 1825

       Ο Πρόεδρος                                                  Ο Γενικός Γραμματεύς

Γεώργιος Κουντουριώτης                                      Α. Μαυροκορδάτος

Γκίκας Μπότασης

Αναγν. Σπηλιωτάκης

Ιωάνν. Κωλέττης

               Τοιαύται ανακρίβειαι είνε ουχί ήττον συνήθεις. Ούτω ο μεταφράσας την Ιστορίαν της Πολιορκίας του Fabre γράφει, ότι εισήλθεν εις Μεσολόγγιον ο Ιωάννης Κοντογιάννης κ.λ. αντί ο Μήτσος Κοντογιάννης, ως έχει το Γαλλικόν κείμενον. Ούτω το σφάλμα τούτο επαναλαμβάνεται μεταγενεστέρως παρά πλείστων ιστορικών εξ αντιγραφής της μεταφράσεως ταύτης.

               Η μεγαλειτέρα ούχ ήττον ανακρίβεια συνίσταται εις αυτήν ταύτην την διήγησιν, καθόσον, κατά τας οικογενειακάς και επιτοπίας παραδόσειςε ο Σπύρος, εννοών την σημασίαν της υπό των Τούρκων αλώσεως του Φραγκλίνου και τον κίνδυνον, ον διέτρεχε το φρούριον του Μεσολογγίου μετά την ρωγμήν του φρουρίου αυτού, απεφάσισε να επανακυριεύση τον απολεσθέντα προμαχώνα και τούτον τον λόγον είχεν η επίθεσις αυτού, ην ενήργησε μετά πάντων των παλληκαρίων, ούς στρατηγός ων είχεν υπό τας διαταγάς του και ουχί μετά 30 μόνον ανδρών. Ετραυματίσθη δε υπό σφαίρας πυροβόλου αποκοψάσης αμφοτέρους τους πόδας αυτού εν τη λεγομένη τότε : «Τάπια του Δεσπότη», καθ’ ά μοι ανεκοινώθη, παρ΄ επιζώντων, ότε το πρώτον προ 35 ετών μετέβην εις Μεσολόγγιον προς έρευνας του ζητήματος.

               Ο Σπύρος Κοντογιάννης γενναιότατος της Πατρίδος του υπερασπιστής χάριν αυτής και μόνης ζήσας και αγωνισθείς ήτο επόμενον να μισή τους το Τουρκικόν καθεστώς στέργοντας και υπηρετούντας άρχοντας, ων πάλιν τινές, ευτυχώς ολίγοι, έβλεπον εις τους οπλαρχηγούς, τους την Τουρκικήν διοίκησιν υπονομεύοντας, ιδίους αυτών αντιπάλους. Η αμοιβαία τότε εχθρότης αύτη έφθανεν ενίοτε, ως μη ώφειλε, μέχρις εξοντώσεως. Ούτω, ως τουλάχιστον σώζεται η παράδοσις καθ’ άπασαν την επαρχίαν Φθιώτιδος, ο εν τω χωρίω Μαυρίλω άρχων Δημάκης – Χατζής επρόδωκεν εις τους Τούρκους τον εκ της επί του Αχελώου γεφύρας Ταρτάνης διερχόμενον Κλέφτην Κωνσταντίνον Κοντογιάννην, όστις καταληφθείς αιφνιδίως εν τω καταυλισμώ του εν στιγμή αναπαύσεως εφονεύθη υπό των Τούρκων μετά των συν αυτώ συγγενών και μη, συναγωνιστών του. Ο περί ού ο λόγος όμως προεστώς του Μαυρίλου Δημάκης – Χατζής δεν ηρκέσθη εις τούτο. Επειράθη έτη τινά μετά ταύτα να εξολοθρεύση και τον υιόν του Κωνσταντίνου, τον περί ου ο λόγος πάππον μου Σπύρον. Ούτως εκάλεσεν αυτόν εις εν χωρίον το Μαυρίλον επί τη προφάσει, ότι επεθύμει να λησμονηθή η εκ της δολοφονίας του πατρός του Σπύρου υφισταμένη μεταξύ των έχθρα και ότι ήθελε να συμφιλιωθή μετ’ αυτού προσφέρων μάλιστα και την χείρα της θυγατρός του Αγορούλας. Ο αγαθός Σπύρος, πεισθείς και λησμονήσας το παρελθόν μετέβη παρά τω Δημάκη λαβών την συμβουλήν του εμπειροτέρου του θείου Μήτσου, όπως ήνε κατά την μετά του Δημάκη συνέντευξιν προσεκτικός. Ο Σπύρος έτυχεν εν Μαυρίλω καλλίστης υποδοχής και θελχθείς υπό της θυγατρός του Δημάκη απεδέχθη την χείρα αυτής και εμνηστεύθη. Δεν είχον όμως παρέλθει πολλαί ημέραι ότε, ενώ ο Σπύρος μετά των οπαδών του προφυλασσόμενος από των Τούρκων διέμενεν εις το γειτονικόν του Μαυρίλου χωρίον Νεοχώρι, οπλίτης του τις φρουρός συνέλαβεν επί της οδού αγγελιαφόρον του Χατζή κομιστήν επιστολής, ήτις εδόθη παραχρήμα εις τον Σπύρον, όστις, και την απεσφράγισεν. Η επιστολή κατέδιδεν εις τον εν τη επαρχία διατρίβοντα Τούρκον Πασάν την διαμονήν του σώματος του Ελληνος της Ελευθερίας προμάχου. Η παν όριον υπερβαίνουσα σατανική δολιότης εξήψεν ως εικός εις ύψιστον βαθμόν την οργήν του Σπύρου, όστις, εκδικητής γενόμενος της τε δολοφονίας του πατρός του και της κατ΄ αυτού μελετηθείσης αποπείρας, μετέβη πάραυτα μετά των παλληκαρίων του εις Μαυρίλον και αυτός μεν δια του ιδίου του ξίφους εφόνευσε τον Δημάκην, αφού πρώτον τω επέδειξε την επιστολήν και τω είπεν : «Δεν σου έφθασαν λοιπόν οι τόσοι Κοντογιανναίοι ους εδολοφόνησας μετά του πατρός μου;», οι περί αυτόν δε τους λοιπούς του Δημάκη συγγενείς, ων περιεσώθη μόνον εκτός των γυναικών, ων εφείσθησαν, ο Δημήτριος, ο Χατζίσκος (μικρός Χατζής) είτα επικληθείς, κρυβείς εντός των αποσκευών της οικίας. Ο ούτω περισωθείς είναι ο μετά ταύτα διατελέσας επί Οθωνος υπουργός ανεψιός του Δημάκη.

               Ο Σπύρος όμως, ο καταλαμβανόμενος ευκόλως υπό του πάθους της οργής, ως διηγούνται οι συγγενείς, είχε τρωθή υπό του προς την ωραίαν Αγορούλαν, αναπτυχθέντος έρωτός του καίτοι μετά το ανωτέρω δράμα είχεν, ως εικός, διαλύσει τον μετ’ αυτής αρραβώνα. Όταν όμως επληροφορήθη, ότι η Αγορούλα εμνηστεύθη, η ζηλοτυπία τον κατέλαβεν επί τοσούτον, ώστε μετέβη εις Μαυρίλον, καθ΄ ήν στιγμήν διήρχετο η νυμφική του μέλλοντος γάμου πομπή, και αποδιώξας τον μελόνυμφον απήγαγε μετ’ αυτού την νύμφην και πρώην μνηστήν του, ης τον έρωτα δεν ηδυνήθη να δαμάση, και ενυμφεύθη αυτήν.

               Την μάμμην μου ταύτην απέστειλε μετά ταύτα ο Σπύρος εις την Επτάνησον προς ασφάλειάν της, διαρκούσης της Επαναστάσεως, ως έπρατον οι οπλαρχηγοί μας, όπου εν Καλάμω την 27 Ιουλίου 1824 εγέννησε τον εμόν πατέρα, τον διακριθέντα συνταγματάρχην κατά τα έτη της παρελθούσης εκατονταετηρίδος εν τω σώματι της επιμελητείας, όπερ ετίμησεν, επί πανθομολογουμένη εντιμότητι, αγαθότητι και ενημερότητι της υπηρεσίας του. Η μάμμη μου έμεινεν εις τον Κάλαμον μέχρι του 1826, ότε, φονευθέντος του πάππου μου εν Μεσολογγίω, επέστρεψε, κινδυνεύσασα μάλιστα να αιχμαλωτισθή παρά των Τούρκων, εις Γυποχώρι (Γυφτοχώρι) ένθα και απεβίωσε το 1834.

               Εκ της ανωτέρω ιστορικής αφηγήσεως πείθεταί τις ότι, ως αφηγείται τα κατ΄ αυτήν ο κ. Βορτσέλας εν έργω του υπό τον τίτλον «Η Φθιώτις», είνε εντελώς ανακριβή, ουδέ ληστής τις Κοντογιάννης ήτο, ως λέγει, ο φονεύσας τον Δημάκην, εκτός εάν κατ’ αυτόν ήσαν λησταί οι στρατηγοί και πρόμαχοι, οι υπέρ της Ελευθερίας, ης απήλαυσεν ανοδύνως  ο κ. Βορτσέλας, πεσόντες και υπέρ Πίστεως και Πατρίδος τα πάντα θυσιάσαντες.

               Γράφων ιστορίαν εποχής άλλης, υφισταμένης υπό όρους όλως διαφέροντας της σημερινής, έχω καθήκον να σεβασθώ προ παντός την αλήθειαν, υπό οιανδήποτε μορφήν και εάν εμφανίζηται σήμερον. Τούτο πράττω έτι μάλλον ευχερώς, αφού εις την μεταξύ των οίκων Κοντογιάννη και Χατζίσκου δημιουργηθείσαν δια του γάμου του Σπύρου συγγένειαν το αφηγηθέν γεγονός δεν έλαβε άλλην σημασίαν ή εκείνην ήν έχει σήμερον, την του ιστορικού επεισοδίου εποχής μεμακρυσμένης, ενδόξου όσον και οδυνηράς, ήτις όμως εγέννησε την ελευθέραν και πεπολιτισμένην Ελλάδα της σήμερον.

--------------------

 

ΝΙΚΟΛΑΚΗΣ ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗΣ

               Ο Νικολάκης Κοντογιάννης υιός του Κωνσταντίνου και αδελφός του πάππου μου Σπύρου ηκολούθησε τον τελευταίον καθ’ απάσας σχεδόν τας κινήσεις του, καίτοι νεώτατος και αυτός κατά την έναρξιν του ιερού ημών αγώνος. Εν Μεσολογγίω επληγώθη και αυτός, ως ο αδελφός του, αλλ’ επέζησε πάσχων εκ των συνεπειών της πληγής του. Εκεί, εν Μεσολογγίω δηλονότι, ανήγειρε μετά των υπ’ αυτόν προμαχώνα ονομασθέντα Τερίμπιλε (τρομερόν), πλησίον του προμαχώνος Φραγκλίνου, θεωρηθέντα απολύτως αναγκαίον κατά την γνώμην των λοιπών αρχηγών. Εις την Συλλογήν της Εθνικής ημών Βιβλιοθήκης υπάρχουσιν οι λογαριασμοί των ποσών, άτινα εστοίχισαν εις αυτό οι οπαδοί του στρατιώται κατά την εν έτει 1825 εν Μεσολογγίω άμυνάν του.

               Ο Νικολάκης Κοντογιάννης μετέσχε, μετά την εκ Μεσολογγίου έξοδόν του, περί ής εμνήσθημεν, της εκστρατείας του Καραϊσκάκη δι’ Αθήνας. Τοποθετηθείς κατ’ αρχάς εις Δίστομον μετέσχεν είτα των μαχών του Κερατσινίου μετά 200 στρατιωτών, ούς είχε τότε υπό τας διαταγάς του. Απέθανεν εν έτει 1866 εις το χωρίον Αγά του Δήμου Σπερχειάδος με τον βαθμόν του Συνταγματάρχου. Καίτοι αι υπηρεσίαι του ενεδείκνυον αυτόν δια τον βαθμόν του στρατηγού, δεν έλαβε τον βαθμόν τούτον ως αντιοθωνιστής. Η αντίληψις ήτις υφίσταται έτι και σήμερον δυστυχώς περί των Κρατικών υπηρεσιών συγχεομένων μετά των ατομικών τοιούτων υφίστατο και τότε, μάλλον δεδικαιολογημένη ή νυν.

----------------------------

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ

               Ο Γεώργιος Κοντογιάννης πρωτότοκος υιός του Κωνσταντίνοου και  ο Γιαννάκης Κοντογιάννης τριτότοκος υιός του Μήτσου, ως ήδη ελέχθη, ήσαν οπλαρχηγοί. Ο πρώτος επολέμησε υπό τον Μήτσον εν Αιτωλία και Ακαρνανία και κατέφυγε μετ’ αυτού εν Επτανήσω ως είδομεν. Ο τελευταίος νεώτατος ων μετέσχε του αγώνος ολιγώτερον. Εγένετο επί Καποδιστρίου λοχαγός. Ο πρώτος επολέμησεν ιδίως εις την θέσιν Λάζον πλησίον του Μαυρολιθάρι του δήμου Κυτικίων της Δωρίδος, ήν μετέβαλεν εις φρούριον και κλείσας εκεί όλας τας οικογενείας των επαρχιών Λοιδωρικίου, Πατρών, Ζητουνίου και Κραβάρων απέκρουσεν ιδίως κατά το έτος 1826 διαφόρους επιδρομάς των Τούρκων, γιγνομένας εναντίον αυτών ευρισκομένων εις τα πρώτα βήματα του εχθρού.

-----------------------

 

ΑΛΛΟΙ ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΑΙΟΙ

               Οι επόμενοι Κοντογιανναίοι ων δεν είνε γνωστή η καταγωγή και κατά πάσαν πιθανότητα είνε κατά το μάλλον και ήττον συγγενείς των προμνησθέντων Κοντογιανναίων, μνημονεύονται εις την Συλλογήν χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης.

               Δημήτριος Κοντογιάννης εκ χωρίου Ηρακλειωτών της Φθιώτιδος ηκολούθησε τον Ιω. Δυοβουνιώτην εις τας μάχας Θερμοπυλών, Γραβιάς, Βασιλικών και είτα τον Γ. Δυοβουνιώτην εις Αγίαν Μαρίναν, Στυλίδα, Νευρόπολιν, Αμπλιανήν, Προφήτην Ηλίαν, Αράχοβαν και Δίστομον. Υπηρέτηεν ωσαύτως εν Ακαρνανία υπό διαφόρους αρχηγούς ως εις Ζαπάντι, υπό τον Καραϊσκάκην, Πεσλή κ.λ. Εζη εν έτει 1865 ετών 80, καθ’ ο υποβάλλει αναφοράν ευρισκομένην εις την Συλλογήν ως και πιστοποιητικόν υποστρατήγου Πανουργιά και Κοντοσοπούλου.

--------------------

 

               Κώστας Κοντογιάννης, έλαβε τα όπλα ευθύς ως ήρξατο ο ιερός αγών και επολέμησε καθ’ όλας τας συμπλοκάς και μάχας, αίτινες έλαβον χώραν εν Αττική, υπέστη δε τα δεινά της πολιορκίας της Ακροπόλεως Αθηνών. Απενεμήθη αυτώ κατά το 1844, υπουργούντος του Ροδίου χαλκούν αριστείον ως εντίμως μεθέξαντι του υπέρ της ανεξαρτησίας της Ελλάδος ηρωϊκού αγώνος.

----------------------

              

Ιωάννης Κοντογιάννης εκ του δήμου Δωρίδος της Παρνασίδος επολέμησεν υπό τον συνταγμ. Κοντοσόπουλον κατά τας μάχας Αταλάντης, Λεβαδείας, Πέτρας, Σούρπης κ.τ.λ. Είτα υπό τας διαταγάς Κοσμά Τράκα εις Βασιλικά, Πατρατζίκ, Βάργαιναν, Κάπραιναν, Αράχωβα, Δίστομον, Κεφαλόβρυσον, κατά πιστοποιητικόν του Υποστρατήγου Πανουργιά Ν. εδείχθη ανδρείος και είχεν υπό τας διαταγάς του ικανούς. Το έτος 1846 ήγε ηλικίαν 65 ετών.

------------------

 

Αθανάσιος Κοντογιάννης. – Ο στρατηγός Κριεζώτης πιστοποιεί περί αυτού κατά Δεκέμβριον του 1845, ότι ο Κοντογιάννης ούτος απ΄ αρχής της Επαναστάσεως ως υπολοχαγός μετά 20 στρατιωτών παρευρέθη εις διαφόρους μάχας αγωνισθείς υπ’ αυτόν ανδρείως εν Ακροπόλει, πολιορκουμένη υπό του Κιουταχή, εις ήν εισήλθε μετά του Κριεζώτου και απεβίωσεν εκεί τραυματισθείς. Αφήκεν υιόν Βασίλειον.

------------------------

 

Ιωάννης Γ. Κοντογιάννης υπηρέτησεν υπό ταγματάρχην της φάλαγγος Μήτσου και διαφόρους αρχηγούς και μετέσχε διαφόρων μαχών εις Δερβένια, Νεόκαστρον, την πολιορκίαν του Ναυπλίου.

 

Ηλίας Κοντογιάννης. – Αυτός εκ Γαλαξειδίου εμποροπλοίαρχος και ιδιοκτήτης πλοίου εβοήθησε τον αγώνα μεταφέρων τροφάς, πολεμοφόδια και πολεμηστάς δωρεάν. Ειργάσθη ιδία με την Βρατζέραν του κατά τα έτη 1827-1828.

-----------------

              

Εκ των ανωτέρω βιογραφικών σημειώσεων, ας ερανίσθην εκ διαφόρων ιστορικών έργων αυθεντικών και των χειρογράφων της Εθνικής ημών Βιβλιοθήκης, συνεπλήρωσα δε μόνον εν τίσι λεπτομερείαις εκ των παρά τη οικογενεία σωζομένων παραδόσεων, συνάγεται, ότι η οικογένεια Κοντογιάννη ανήκει εις την αριστοκρατικήν στρατιωτικήν τάξιν της ημετέρας Πατρίδος, ανήκει εις την κοινωνικήν εκείνην κατηγορίαν, εις ην η Ελλάς σήμερον οφείλει την ελευθερίαν αυτής. Εάν δε εις την υψηλήν ταύτην ιδέαν αφοσιώθησαν και εθυσιάσθησαν οι εμοί πρόγονοι, εθεώρησα ότι άπαξ, περί το τέρμα του βίου μου, ώφειλον να ασχοληθώ περί αυτών, ίνα εις τους μη ενιστορήτους εκ των συγγενών μου παραθέσω σύντομον αυτών ιστορικήν εικόνα διευκολύνω δε κατά τι το έργον των ιστορικών τοσούτω μάλλον καθόσον, διαρκούντος σύμπαντος του βίου μου, ουδ΄ επί πατρογονική ευκλεία εκόμπασα ποτέ, ουδέ λόγω ταύτης ηθέλησα ποτέ να αντλήσω όφελός τι. Επρέσβευον πάντοτε και πρεσβεύω πράγματι, ότι μόνον επί της ατομικής του ικανότητος δέον τις να βασίζηται και δια ταύτης μόνον να επιζητή την επαγγελματικήν αυτού και κοινωνικήν πρόοδον. Κατά την εποχήν του στρατιωτικού μου σταδίου πλείστοι φέροντες ένδοξα του αγώνος ονόματα δεν απετέλουν δια των αρνητικών αυτών ιδιοτήτων ή σιδηράς της προόδου τροχοπέδας, καθόσον η Πατρίς επιεικώς τούτους κρίνουσα και βαθμούς ανωτάτους εις αυτούς απονέμουσα μόνον και μόνον χάριν της προγονικής των καταγωγής απειργάζετο μεγάλην εις εαυτήν βλάβην. Τούτου ένεκα και της πολλάκις εν τω στρατιωτικώ μου βίω στενοχωρίας και λύπης, ην υπέφερον, εκ προϊσταμένων μου της περί ής ο λόγος κατηγορίας, είχον αποφασίσει να μη προτάξω ποτέ εν τη στρατιωτική μου σταδιοδρομία τους προγονικούς μου τίτλους. Τούτο και έπραξα πράγματι μέχρις υπερβολής, μέχρι σχεδόν λήθης, καίτοι ενωρίς λίαν ως υπολοχαγός επεσκέφθην μίαν των επαρχιών, εν αίς έδρασαν οι Κοντογιανναίοι, την Φθιώτιδα ως και τον τόπον του τάφου του πάππου μου, το ηρωϊκόν Μεσολόγγιον, θερμήν δε ετήρησα εν τη καρδία μου την ένδοξον των πατέρων μου δράσιν και τα θαυμαστά αυτών έργα. Τας ολίγας ταύτας σελίδας έγραψα προς εξαγνισμόν της μακράς περί αυτών σιωπής μου, μη παύσαντος όμως να φρονώ, ότι η ευγενής, καταγωγή είναι προσόν αναμφισβήτητον, χωρίς άλλως η σκέψις αύτη να μεταβάλη τα ανέκαθεν δημοκρατικά μου φρονήματα, αφού τα εδραία στηρίγματα παντός Πολιτεύματος ήνε οι αριστοκράται του πνεύματος και της καρδίας.

Ο διάσημος συγγραφεύς φιλόσοφος και πολύ φίλος της Ελλάδος Μαξ Νορδάου θέτει το ζήτημα της καταγωγής εις την θέσιν τυ λέγων: «Προκειμένου να εκλέξη μεταξύ αριστοκράτου και πληβείου δεν ήθελε διστάσει δίδων την προτίμησίν του εις τον αριστοκράτην. Η κληρονομική αριστοκρατία είνε λέγει ωφέλιμος τη πολιτεία. Η κατοχή ενός ενδόξου ονόματος εξασφαλίζει το γεγονός, ότι ο φέρων αυτό θα έχη βεβαιοτέραν αντίληψιν του καθήκοντος και υψηλότερον ιδεώδες της ανθρωπότητος παρά εν άτομον ταπεινής προελεύσεως…..  Ο πληβείος είναι αυτός ούτος και ουδέν άλλο, είναι μία μονάς, εν ω ο αριστοκράτης είνε αντιπρόσωπος ομάδος, γνωρίζει ότι αι πράξεις του αντανακλώσιν εφ’ όλων οίτινες φέρουσι το όνομά μου καθώς και αι τιμαί ας απέκτησαν τα λοιπά μέλη της οικογενείας του ανήκουσιν εις αυτόν. Ο αριστοκράτης είνε μία ατομικότης αθροιστική…… Και αν ακόμη τύχη ατομικώς δειλός και χυδαίος θέλει παρορμηθή και προσπαθήσει να φανή αντάξιος της λάμψεως του ονόματός του και να βελτιώση την τύχην των απογόνων του. Ταύτα είνε ακριβή κατά κανόνα, έχοντα, ως εικός, και εξαιρέσεις. Κατά των τελευταίων τούτων όμως το Κράτος νομίζομεν ότι δεν πρέπει να διστάση. Ευθύς ως ήθελε πεισθή περί της βλάβης ήν επέφερεν αυτώ η ανικανότης υπαλλήλου του, έλκοντος το γένος εξ ενδόξου οικογενείας, δέον να πατάξη αυτόν αμειλίκτως, διότι υπέρ πάντα αυτός ιδίως δεν δικαιούται να παρακωλύση την σταδιοδρομίαν και την πρόοδον της Πατρίδος του ματαιών το έργον των ιδίων αυτού προγόνων.

Προς τους αληθείς όμως ευπατρίδας, τους έχοντας βαθείαν την συνείδησιν του προς την Πατρίδα καθήκοντος αυτών και ταυτοχρόνως εκ μεγάλων προγόνων καταγομένους το Κράτος οφείλει να ανοίξη τας θύρας του ευρέως. Το Κράτος θέλει ωφεληθή ασφαλώς εκ των υπηρεσιών αυτών, ας έχει υπέρτατον καθήκον να αναγνωρίση και τιμήση. Παραλείπον το μέγα τούτο καθήκον το Κράτος υπονομεύει εαυτό. Απεργάζεται τον ίδιον αυτού όλεθρον. Τιμών τουναντίον τους αξίους προγόνους των ιδρυτών αυτού τελεί πράξιν ευγνωμοσύνης προς την ιεράν αυτών μνήμην και εμπιστευόμενον τας τύχας του εις αξίους απογόνους εθνικών ανδρών και ηρώων παρέχει παράδειγμα ενθαρρύνσεως και μιμήσεως εις τους επιγιγνομένους.

Τ Ε Λ Ο Σ